-
121 загореть
-рю, -ришь, μτχ. παρλθ. χρ. загоревшийρ.σ. καίγομαι στον ήλιο, μαυρίζω• κάνω ηλιοθεραπεία•у него лицо -ло το πρόσωπό του κάηκε στον ήλιο.
1. καίγομαι, ΐιαίρνω φωτιά• αρχίζω να καίγομαι•дом -лся το σπίτι πήρε φωτιά.
|| ανάβω•-лись огни άναψαν φωτιές.
|| μτφ. φλογίζομαι, βγάζω φωτιές, αστράφτω•глаза -лись злобой и ненавистью τα μάτια πετούραν φωτιές από κακία και μίσος•
-лся жаждой мщения άναψε από δίψα εκδίκησης•
-лся между ними спор άναψε μεταξύ τους η συζήτηση.
2. μτφ. κοκκινίζω•ее лицо -лось стыдом το πρόσωπο της κοπκίνησε από ντροπή.
εκφρ.что это вам -лось? – τι’ βιάζεστε έτσι; (σα να σας καίγεται κάτι). -
122 затаить
-таю, -таишь, παθ. μτχ.. παρλθ. χρ. затаенный, βρ: -таен, -таена, -оρ.σ.μ.1. κρύβω, αποκρύβω•затаить деньги κρύβω χρήματα.
2. μτφ. δε φανερώνω•затаить злобу κρύβω την κακία•
затаить подозрения κρύβω τις υποψίες.
κρύβομαι, αποφεύγω τα βλέμματα. || μτφ. κρύβω, αποκρύβω (σκοπούς, σκέψεις κ.τ.τ.). -
123 злобно
επίρ.με κακία, μοχθηρά. -
124 злобность
-и θ.κακία, μοχθηρία, μνησικακία, κακοήθεια. -
125 злобствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ. βράζω από κακία, πνέω μένεα, είμαι πυρ και μανία, αφρίζω από το κακό μου•бессильно злобствовать τρώγω (ή δαγκώνω) τα σίδερα.
-
126 злопыхательствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.είμαι κακόβουλος, κακεντρεχής, έχω κακία. -
127 злостно
επίρ.με κακία, με κακεντρέχεια. -
128 злостность
-и θ.κακία, κακεντρέχεια, εμπάθεια, μοχθηρία.
См. также в других словарях:
κακία — κακίᾱ , κακία badness fem nom/voc/acc dual κακίᾱ , κακία badness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακίᾳ — κακίαι , κακία badness fem nom/voc pl κακίᾱͅ , κακία badness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκια — και κακιά, η 1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια») 2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
κακία — η (AM κακία) [κακός] 1. η ιδιότητα τού κακού ανθρώπου, η έλλειψη αρετής, η κακοήθεια 2. πονηρία, μοχθηρία, κακεντρέχεια 3. σκληρότητα νεοελλ. μσν. 1. οργή, θυμός 2. έχθρα, μίσος μσν. 1. ατιμία, ανηθικότητα 2. αλαζονεία, φιλοδοξία 3. μνησικακία… … Dictionary of Greek
κακιά — ἡ βλ. κάκια … Dictionary of Greek
κακία — η η ιδιότητα του κακού ανθρώπου, κακότητα: Η κακία σου δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κακιά Σκάλα — Απότομη και απόκρημνη ακτή του Σαρωνικού, νοτιοανατολική απόληξη των Γερανείων, που βρίσκεται Δ των Μεγάρων. Από την περιοχή αυτή περνούν η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας Πελοποννήσου, η παλαιά και η νέα εθνική οδός Αθηνών Κορίνθου. Στην αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
κακίας — κακίᾱς , κακία badness fem acc pl κακίᾱς , κακία badness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακίαι — κακία badness fem nom/voc pl κακίᾱͅ , κακία badness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακίαν — κακίᾱν , κακία badness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακιῶν — κακία badness fem gen pl κακίζω abuse fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)