Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+ιδέα+(

  • 141 свинья

    -й, πλθ. свиньи, свиней, свиньям θ.
    1. χοίρος, γουρούνι.
    2. μτφ. άνθρωπος βρωμερός• αισχρός, αχρείος• ευτελής, πρόστυχος.
    εκφρ.
    подложить кому -ю – σκαρώνω σε κάποιον σκευωρία, προστυχιά•
    как свинья в апельсинах понимает, разбирается – αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε, ιδέα δεν έχει

    Большой русско-греческий словарь > свинья

См. также в других словарях:

  • ἰδέα — ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc/acc dual (ionic) ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιδέα —         (idea) (греч.) идея.         см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδέᾳ — ἰδέαι , ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέαι , ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Великая идея (Μεγάλη Ιδέα) — Великая идея (греч. Μεγάλη Ιδέα Мегали Идэа)  ирридентистская концепция греков под игом Османской империи (Τουρκοκρατία), подразумевавшая реставрацию Византийской империи с центром в Константинополе. В среде греческой знати Константинополя… …   Википедия

  • Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… …   Dictionary of Greek

  • ἰδέας — ἰδέᾱς , ἰδέα form fem acc pl (ionic) ἰδέᾱς , ἰδέα form fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδέαι — ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδέαν — ἰδέᾱν , ἰδέα form fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδεῶν — ἰδέα form fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»