Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+ιδέα+(

  • 121 помысел

    κ., παλ. помысл
    -сла α. (γραπ. λόγος), σκέψη, ιδέα• σκοπός, πρόθεση, βλέψη, επιδίωξη.

    Большой русско-греческий словарь > помысел

  • 122 преобладающий

    επ. από μτχ.
    επικρατέστερος, κυρίαρχων, δεσπόζων, πρωτεύων•

    -ее мнение η κυριαρχούσα γνώμη (ιδέα).

    Большой русско-греческий словарь > преобладающий

  • 123 приблизительный

    επ..βρ: -лен, -льна, -о
    ο κατά προσέγγιση κλπ.
    επιρ. приблизительный подсчт ο κατά προσέγγιση λογαριασμός•

    иметь-ое представление о его жизни έχω περίπου μια ιδέα (εικόνα) της ζωής του.

    Большой русско-греческий словарь > приблизительный

  • 124 придумать

    ρ.σ.μ.
    1. επινοώ, εφευρίσκω, μηχανεύομαι, σοφίζομαι, τεχνάζομαι.
    2. καταλαβαίνω, εννοώ.
    διαλογίζομαι, σκέπτομαι μού ρχεται στο νού, μου κατεβαίνει, μου περνά (ιδέα, σκέψη κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > придумать

  • 125 провести

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проведенный, βρ: -ден, -дена, -дено.
    1. μ. περνώ, οδηγώ•

    провести ребнка через улицу περνώ το παιδάκι από το δρόμο.

    2. φέρω (πάνω στην επιφάνεια)•

    провести ладонь по лбу περνώ την παλάμηστο μέτωπο.

    3. μ• χαράσσω, τραβώ•

    провести линию τραβώ (περνώ) γραμμή.

    4. εγκατασταίνω•

    провести телефон περνώ τηλέφωνο.

    || κατασκευάζω, φτιάχνω•

    провести канал φτιάχνω διώρυγα.

    5. μ. προβάλλω, προτείνω•

    провести интересную мысль в статье προβάλλω ενδιαφέρουσα ιδέα στο άρθρο.

    || κατορθώνω, πετυχαίνω παραδοχή, αναγνώριση•

    провести предложение περνώ την πρόταση.

    6. καταχωρώ, εγγράφω.
    7. μ. διεξάγω• πραγματοποιώ κάνω•

    провести уборку урожая κάνω συγκομιδή•

    провести репетицию κάνω πρόβα.

    8. μ. περνώ, διαμένω, ζω•

    провести лето в деревне περνώ το καλοκαίρι στο χωριό.

    || περνώ•

    весело провести праздники εύθυμαπερνώ τις γιορτές.

    9. μ. απατώ, ξεγελώ. || διοχετεύω.
    εκφρ.
    провести в жизнь – πραγματοποιώ στη ζωή•
    провести за нос – απατώ μπροστά στα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > провести

  • 126 родить

    рожу, родишь, παρλθ. χρ. родила κ.δ. родила, родило, παθ. μτχ; παρλθ. χρ. рождённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. γεννώ, τίκτω• κάνω•

    онэ. -ла сына αυτή έκανε γιό•

    она никогда не родила (αμ.) αυτήποτέ δε γέννησε.

    || φέρω στη ζωή•

    он -ил восемь сыновей αυτός έκανε οχτώ γιους.

    2. μτφ. δημιουργώ, προξενώ, φέρω•

    беда беду -ит το ένα κακό φέρει το άλλο.

    3. αμ. παράγω, αποδίδω, καρποφορώ•

    каменистая земля мало -ит το πετρώδες έδαφος λίγο αποδίδει.

    1. γεννιέμαι•

    каждый год у не -лись дети κάθεχρόνο αυτή γεννούσε κι από ένα παιδί•

    я -лся в 1916 году γεννήθηκα το 1916.

    2. μου έρχεται, μου κατεβαίνει•

    в тот час у него родитьлась идея εκείνη τη στιγμή του γεννήθηκε η ιδέα.

    3. γίνομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•

    пшеница родитьласъ хорошо το σιτάρι πρόκοψε.

    εκφρ.
    - лся (родитьлась) в рубашке (в сорочке) – γεννήθηκε θεόφτωχος (όμως ευδοκίμησε).

    Большой русско-греческий словарь > родить

  • 127 сверкнуть

    ρ.σ.
    1. βλ. сверкать.
    2. μτφ. εμφανίζομαι ξαφνικά, λάμπω (για σκέψη, ιδέα).
    εκφρ.
    сверкнуть глазами – αστράφτουν τα μάτια (από αγανάκτηση, θυμό).

    Большой русско-греческий словарь > сверкнуть

  • 128 свинья

    -й, πλθ. свиньи, свиней, свиньям θ.
    1. χοίρος, γουρούνι.
    2. μτφ. άνθρωπος βρωμερός• αισχρός, αχρείος• ευτελής, πρόστυχος.
    εκφρ.
    подложить кому -ю – σκαρώνω σε κάποιον σκευωρία, προστυχιά•
    как свинья в апельсинах понимает, разбирается – αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε, ιδέα δεν έχει

    Большой русско-греческий словарь > свинья

См. также в других словарях:

  • ἰδέα — ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc/acc dual (ionic) ἰδέᾱ , ἰδέα form fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιδέα —         (idea) (греч.) идея.         см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδέᾳ — ἰδέαι , ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέαι , ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Великая идея (Μεγάλη Ιδέα) — Великая идея (греч. Μεγάλη Ιδέα Мегали Идэа)  ирридентистская концепция греков под игом Османской империи (Τουρκοκρατία), подразумевавшая реставрацию Византийской империи с центром в Константинополе. В среде греческой знати Константинополя… …   Википедия

  • Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… …   Dictionary of Greek

  • ἰδέας — ἰδέᾱς , ἰδέα form fem acc pl (ionic) ἰδέᾱς , ἰδέα form fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδέαι — ἰδέα form fem nom/voc pl (ionic) ἰδέᾱͅ , ἰδέα form fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἰδέω know pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδέαν — ἰδέᾱν , ἰδέα form fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδεῶν — ἰδέα form fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»