-
101 скорбность
-и θ.θλίψη, λύπη, πίκρα. -
102 скорбь
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. θλίψη, λύπη βαριά• οδύνη•душевная скорбь ψυχική οδύνη, ψυχικό άλγος, ψυχικός πόνος, αλγηδόνα.
2. ασθένεια, αρρώστεια, ανημπόρια. -
103 скука
-и θ.ανία, πλήξη, βαριεστιμάρα. || θλίψη, λύπη, στενοχώρια. -
104 скучища
-и θ.μεγάλη πλήξη, ανία• θλίψη, λύπη, στενοχώρια. -
105 смертный
επ., βρ: -тен, -тна, -о.1. επιθανάτιος• νεκρικός•смертный час η ώρα του θανάτου•
-одр νεκρική κλίνη•
смертный саван νεκροσέντονο,.το σάβανο.
2. επ. κ. ουσ. θνητός.3. θανατικός•-приговор θανατική καταδίκη•
-ая казнь θανατική εκτέλεση.
|| φονικός•смертный бой φονική μάχη.
4. σφοδρός, μεγάλης έντασης, φοβερός• αφόρητος• ανυπόφορος•-ая скука φοβερή μελαγχολία•
-ая тоска θανάσιμη θλίψη•
смертный враг θανάσιμος εχθρός•
εκφρ.смертный грех – θανάσιμο αμάρτημα•- ая клятва – όρκος θανάτου. -
106 снедать
ρ.δ.μ.1. παλ. εσθίω, τρώγω.2. μτφ. (γραπ. λόγος) κατατρύχω, βασανίζω•тоска её -ет την τρώει η θλίψη.
τρώγομαι. -
107 сокрушение
-я ουδ.1. καταστροφή• συντριβή•сокрушение корабля συντριβή πλοίου•
сокрушение врага συντριβή του εχθρού.
|| μτφ. εξουθένηση• ε-ξευτέλιση.2. μτφ. συντριβή (ψυχής, καρδιάς), θλίψη, πίκρα. -
108 сосать
сосу, сосёшь-ρ.δ.μ.1. βυζαίνω•ребнок сост молоко το βρέφος βυζαίνει γάλα.
|| γλείφω, πιπιλίζω•сосать конфету πιπιλίζω την καραμέλα.
|| μτφ. μυζώ, απομυζώ•сосать палец βυζαίνω το δάχτυλο.
|| ρουφώ•сосать чай ρουφώ το τσάι.
|| πίνω•пиявка сосёт кровь η βδέλλα πίνει (ρουφά) το αίμα.
2. (για φυτά, ρίζες) εκμυζώ. || αποσπώ χρήματα επιτήδεια.3. κόβει η λόρδα, πονά το στομάχι από την πείνα, εξάντληση.4. μτφ. βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω•тоска сост сердце η θλίψη μου τρώει την καρδιά.
1. βυζαίνω, θηλάζω.2. εκμυζούμαι• απομυζούμαι. -
109 сохнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. сох κ. сохнул, сохла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сохнувший κ. сохшийρ.δ.1. στεγνώνω, ξηραίνομαι•губы -ут от жара τα χείλη στεγνώνουν α-πο τον πυρετό•
бель -нет на вервке τα ρού-στεγνώνουν στο σχοινί•
краска -нет η μπογιά ξηραίνεται•
булка -нет η φραντζόλα ξηραίνεται.
|| εξατμίζομαι•в роще сохла роса στο δασύλλιο η δροσιά έφυγε (δεν υπάρχει).
2. μτφ. αδυνατίζω, ισχναίνω, λιώνω, μαραζώνω•сохнуть от любви φθίνω από αγάπη•
сохнуть от тоски μαραζώνω από θλιψη.
-
110 сплин
-а α.παλ. μελαγολία, θλίψη• δυσθυμία. -
111 стеснение
-я ουδ.1. σφίξη, -ιμο• πίεση• θλίψη• στρίμωγμα.2. περιορισμός.3. συνωστισμός.4. δυσκολία, πιάσιμο της αναπνοής. || σφίξιμο, βάρος στην καρδιά.5. δισταγμός,ενδοιασμός. -
112 стеснить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стесненный, βρ: -нен, -нена, -неноρ.σ.μ.1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• περιορίζω, στριμώχνω. || μτφ. περιστέλλω.2. κάνω να διστάσει.3. ωθώ, σπρώχνω• στριμώχνω.4. σφίγγω (στο λαιμό, στο στήθος). || μτφ. βαρύνω, προξενώ πόνο, θλίψη (στην καρδιά, ψυχή)• στενοχωρώ.1. συνωθούμαι, συνωστίζομαι• στριμώχνομαι•стеснить у входа театра στριμώχνομαι στην είσοδο του θεάτρου.
|| μτφ. συσσωρεύομαι.2. περιορίζομαι, συμμαζεύομαι. || μτφ. (για αναπνοή) δυσκολεύομαι, πιάνομαι. || μτφ. (γιακαρδιά, στήθος) μου σφίγγει, μου βαρύνει. -
113 сухота
-ы θ.1. παλ. βλ. сухость.2. καιρός ζεστός-ξηρός.3. (διαλκ.) βλ. сухотка, ί (απλ.) θλίψη, στενοχώρια, μελαγχολία• ανησυχία, φροντίδα. -
114 съесть
съем, съешь, съест, съедим, съедите, съедят, παρλθ. χρ. съел, -ла, -ло παθ. μτχ. παρλθ. χρ. съеденный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. τρώγω•съесть суп τρώγω σούπα•
съесть яблоко τρώγω μήλο.
|| μτφ. καταναλώνω, ζοδεύω• σπαταλώ. || μτφ. καταστρέφω, πνίγω, νετάρω, ξεκάνω.2. κατατρώγω•сукно съедено молью την τσόχα την έφαγε ο σκώρος.
|| κεντρώ, -ρίζω, τσιμπώ (για έντομα).3. βλ. есть 1 (2 σημ.).4. μαλώνω, επιπλήττω, επιτιμώ•тща совсем -ла его η πεθερά τον έφαγε με τη γκρίνια.
|| βασανίζω, τυραννώ•зависть -ла е την έφαγε η ζήλεια•
тоска -ла его η θλίψη (μαράζι) τον έφαγε.
5. υπομένω, ανέχομαι (ύβρη, προσβολή κ.τ.τ.).6. (απλ.) φθείρω τρίβοντας.εκφρ.съесть пилюлю – υπομένω αγόγγυστα προσβολή. -
115 топтание
-я ουδ.1. ποδοπάτημα, τσαλαπάτημα. || λέρωμα με τα πόδια, παπούτσια. || το στραβοπάτημα υποδημάτων.2. θλίψη, πάτημα. -
116 тоска
-и θ. θλίψη, μελαγχολία. || βαρυθυμία, -μιά, βαριοθυμιά. || καημός• μεράκι.εκφρ.тоска по родине – νοσταλγία για την πατρίδα. -
117 тощища
-и θ.ανυπόφορη θλίψη, λύπη• καημός, μαράζι. -
118 туманный
επ.-анен, -анна, -анно.1. ομιχλώδης, καταχνιασμένος, ανταριασμένος•-ая полоса ομιχλώδης ζώνη•
туманный день ομιχλώδης μέρα.
|| της ομίχλης•туманный сигнал το σημείο της ομίχλης• το ομιχλόκερας.
|| μτφ. θαμπός, θολός, μουντός•туманный силуэт θαμπή σιλουέτα.
2. μτφ. ασαφής, ασαφήνιστός• αόριστος• σκοτεινός• αξεκαθάριστός• δυσνόητος• δυσεξήγητος.3. μτφ. θαμπός, θολός, μουντός•туманный взор θαμπόβλέμμα•
-ые глаза от тоски θολά μάτια απο θλίψη.
|| συγχυσμένος, μπερδεμένος, σκοτισμένος•-ая голова σκοτισμένο κεφάλι.
|| λυπημένος•-ое лицо θλιμμένο πρόσωπο.
-
119 тяга
-и θ.1. τράβηγμα, έλξη•тяга барж буксиром τράβηγμα των μαούνων με ρυμουλκό•
тяга невода το τράβηγμα των αλιευτικών διχτιών•
конная тяга η έλξη των αλόγων.
2. τάση•тяга ростка к свету η τάση του βλαστού προς το φως.
3. τέντωμα.4. βγάλσιμο, εξαγωγή. || πάρσιμο, τράβηγμα (κλήρου, παιγνιόχαρτου κ.τ.τ.).5. απορρόφηση, άντληση• ρούφηγμα.6. επιθυμία.7. βάρος, βαρύτητα. || μτφ. βάσανο, θλίψη, στενοχώρια, βάρος. -
120 тягость
-и θ.1. βάρος, επάχθεια•тягость налогов το βάρος των φόρων.
2. πλθ. тягостьи δυσκολίες, δυσχέρειες.3. βάσανο, μπελιάς.4. (παλ. κ. απλ.) το βάρος η βαρύτητα. || σώμα βαρύ.5. μτφ. πίεση, θλίψη, στενοχώρια• ενόχληση•чувствую тягость в голове αισθάνομαι βάρος στο κεφάλι.
εκφρ.быть в тягость кому – γίνομαι βάρος (ενοχλητικός) σε κάποιον.
См. также в других словарях:
θλίψη — η 1. λύπη, στενοχώρια: Έχω μεγάλη θλίψη. – Νιώθω θλίψη. 2. πένθος: Έχουν θλίψη για το θάνατο του γιου τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… … Dictionary of Greek
θλίψη — θλί̱ψη , θλῖψις pressure fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίψῃ — θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze aor subj mid 2nd sg θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze aor subj act 3rd sg θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze fut ind mid 2nd sg θλί̱ψηι , θλῖψις pressure fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
θλιβερός — και χλιβερός ή, ό (Μ θλιβερός, ά, όν) (νεοελλ. μσν.) 1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα») 2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.) 3. αυτός… … Dictionary of Greek
Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre … Wikipedia
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek