Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+θλίψη

  • 101 скорбность

    θ.
    θλίψη, λύπη, πίκρα.

    Большой русско-греческий словарь > скорбность

  • 102 скорбь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. θλίψη, λύπη βαριά• οδύνη•

    душевная скорбь ψυχική οδύνη, ψυχικό άλγος, ψυχικός πόνος, αλγηδόνα.

    2. ασθένεια, αρρώστεια, ανημπόρια.

    Большой русско-греческий словарь > скорбь

  • 103 скука

    θ.
    ανία, πλήξη, βαριεστιμάρα. || θλίψη, λύπη, στενοχώρια.

    Большой русско-греческий словарь > скука

  • 104 скучища

    θ.
    μεγάλη πλήξη, ανία• θλίψη, λύπη, στενοχώρια.

    Большой русско-греческий словарь > скучища

  • 105 смертный

    επ., βρ: -тен, -тна, -о.
    1. επιθανάτιος• νεκρικός•

    смертный час η ώρα του θανάτου•

    -одр νεκρική κλίνη•

    смертный саван νεκροσέντονο,.το σάβανο.

    2. επ. κ. ουσ. θνητός.
    3. θανατικός•

    -приговор θανατική καταδίκη•

    -ая казнь θανατική εκτέλεση.

    || φονικός•

    смертный бой φονική μάχη.

    4. σφοδρός, μεγάλης έντασης, φοβερός• αφόρητος• ανυπόφορος•

    -ая скука φοβερή μελαγχολία•

    -ая тоска θανάσιμη θλίψη•

    смертный враг θανάσιμος εχθρός•

    εκφρ.
    смертный грех – θανάσιμο αμάρτημα•
    - ая клятва – όρκος θανάτου.

    Большой русско-греческий словарь > смертный

  • 106 снедать

    ρ.δ.μ.
    1. παλ. εσθίω, τρώγω.
    2. μτφ. (γραπ. λόγος) κατατρύχω, βασανίζω•

    тоска её -ет την τρώει η θλίψη.

    τρώγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > снедать

  • 107 сокрушение

    ουδ.
    1. καταστροφή• συντριβή•

    сокрушение корабля συντριβή πλοίου•

    сокрушение врага συντριβή του εχθρού.

    || μτφ. εξουθένηση• ε-ξευτέλιση.
    2. μτφ. συντριβή (ψυχής, καρδιάς), θλίψη, πίκρα.

    Большой русско-греческий словарь > сокрушение

  • 108 сосать

    сосу, сосёшь-ρ.δ.μ.
    1. βυζαίνω•

    ребнок сост молоко το βρέφος βυζαίνει γάλα.

    || γλείφω, πιπιλίζω•

    сосать конфету πιπιλίζω την καραμέλα.

    || μτφ. μυζώ, απομυζώ•

    сосать палец βυζαίνω το δάχτυλο.

    || ρουφώ•

    сосать чай ρουφώ το τσάι.

    || πίνω•

    пиявка сосёт кровь η βδέλλα πίνει (ρουφά) το αίμα.

    2. (για φυτά, ρίζες) εκμυζώ. || αποσπώ χρήματα επιτήδεια.
    3. κόβει η λόρδα, πονά το στομάχι από την πείνα, εξάντληση.
    4. μτφ. βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω•

    тоска сост сердце η θλίψη μου τρώει την καρδιά.

    1. βυζαίνω, θηλάζω.
    2. εκμυζούμαι• απομυζούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сосать

  • 109 сохнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. сох κ. сохнул, сохла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сохнувший κ. сохший
    ρ.δ.
    1. στεγνώνω, ξηραίνομαι•

    губы -ут от жара τα χείλη στεγνώνουν α-πο τον πυρετό•

    бель -нет на вервке τα ρού-στεγνώνουν στο σχοινί•

    краска -нет η μπογιά ξηραίνεται•

    булка -нет η φραντζόλα ξηραίνεται.

    || εξατμίζομαι•

    в роще сохла роса στο δασύλλιο η δροσιά έφυγε (δεν υπάρχει).

    2. μτφ. αδυνατίζω, ισχναίνω, λιώνω, μαραζώνω•

    сохнуть от любви φθίνω από αγάπη•

    сохнуть от тоски μαραζώνω από θλιψη.

    Большой русско-греческий словарь > сохнуть

  • 110 сплин

    α.
    παλ. μελαγολία, θλίψη• δυσθυμία.

    Большой русско-греческий словарь > сплин

  • 111 стеснение

    ουδ.
    1. σφίξη, -ιμο• πίεση• θλίψη• στρίμωγμα.
    2. περιορισμός.
    3. συνωστισμός.
    4. δυσκολία, πιάσιμο της αναπνοής. || σφίξιμο, βάρος στην καρδιά.
    5. δισταγμός,ενδοιασμός.

    Большой русско-греческий словарь > стеснение

  • 112 стеснить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стесненный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• περιορίζω, στριμώχνω. || μτφ. περιστέλλω.
    2. κάνω να διστάσει.
    3. ωθώ, σπρώχνω• στριμώχνω.
    4. σφίγγω (στο λαιμό, στο στήθος). || μτφ. βαρύνω, προξενώ πόνο, θλίψη (στην καρδιά, ψυχή)• στενοχωρώ.
    1. συνωθούμαι, συνωστίζομαι• στριμώχνομαι•

    стеснить у входа театра στριμώχνομαι στην είσοδο του θεάτρου.

    || μτφ. συσσωρεύομαι.
    2. περιορίζομαι, συμμαζεύομαι. || μτφ. (για αναπνοή) δυσκολεύομαι, πιάνομαι. || μτφ. (γιακαρδιά, στήθος) μου σφίγγει, μου βαρύνει.

    Большой русско-греческий словарь > стеснить

  • 113 сухота

    θ.
    1. παλ. βλ. сухость.
    2. καιρός ζεστός-ξηρός.
    3. (διαλκ.) βλ. сухотка, ί (απλ.) θλίψη, στενοχώρια, μελαγχολία• ανησυχία, φροντίδα.

    Большой русско-греческий словарь > сухота

  • 114 съесть

    съем, съешь, съест, съедим, съедите, съедят, παρλθ. χρ. съел, -ла, -ло παθ. μτχ. παρλθ. χρ. съеденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τρώγω•

    съесть суп τρώγω σούπα•

    съесть яблоко τρώγω μήλο.

    || μτφ. καταναλώνω, ζοδεύω• σπαταλώ. || μτφ. καταστρέφω, πνίγω, νετάρω, ξεκάνω.
    2. κατατρώγω•

    сукно съедено молью την τσόχα την έφαγε ο σκώρος.

    || κεντρώ, -ρίζω, τσιμπώ (για έντομα).
    3. βλ. есть 1 (2 σημ.).
    4. μαλώνω, επιπλήττω, επιτιμώ•

    тща совсем -ла его η πεθερά τον έφαγε με τη γκρίνια.

    || βασανίζω, τυραννώ•

    зависть -ла е την έφαγε η ζήλεια•

    тоска -ла его η θλίψη (μαράζι) τον έφαγε.

    5. υπομένω, ανέχομαι (ύβρη, προσβολή κ.τ.τ.).
    6. (απλ.) φθείρω τρίβοντας.
    εκφρ.
    съесть пилюлю – υπομένω αγόγγυστα προσβολή.

    Большой русско-греческий словарь > съесть

  • 115 топтание

    ουδ.
    1. ποδοπάτημα, τσαλαπάτημα. || λέρωμα με τα πόδια, παπούτσια. || το στραβοπάτημα υποδημάτων.
    2. θλίψη, πάτημα.

    Большой русско-греческий словарь > топтание

  • 116 тоска

    θ. θλίψη, μελαγχολία. || βαρυθυμία, -μιά, βαριοθυμιά. || καημός• μεράκι.
    εκφρ.
    тоска по родине – νοσταλγία για την πατρίδα.

    Большой русско-греческий словарь > тоска

  • 117 тощища

    θ.
    ανυπόφορη θλίψη, λύπη• καημός, μαράζι.

    Большой русско-греческий словарь > тощища

  • 118 туманный

    επ.
    -анен, -анна, -анно.
    1. ομιχλώδης, καταχνιασμένος, ανταριασμένος•

    -ая полоса ομιχλώδης ζώνη•

    туманный день ομιχλώδης μέρα.

    || της ομίχλης•

    туманный сигнал το σημείο της ομίχλης• το ομιχλόκερας.

    || μτφ. θαμπός, θολός, μουντός•

    туманный силуэт θαμπή σιλουέτα.

    2. μτφ. ασαφής, ασαφήνιστός• αόριστος• σκοτεινός• αξεκαθάριστός• δυσνόητος• δυσεξήγητος.
    3. μτφ. θαμπός, θολός, μουντός•

    туманный взор θαμπόβλέμμα•

    -ые глаза от тоски θολά μάτια απο θλίψη.

    || συγχυσμένος, μπερδεμένος, σκοτισμένος•

    -ая голова σκοτισμένο κεφάλι.

    || λυπημένος•

    -ое лицо θλιμμένο πρόσωπο.

    Большой русско-греческий словарь > туманный

  • 119 тяга

    θ.
    1. τράβηγμα, έλξη•

    тяга барж буксиром τράβηγμα των μαούνων με ρυμουλκό•

    тяга невода το τράβηγμα των αλιευτικών διχτιών•

    конная тяга η έλξη των αλόγων.

    2. τάση•

    тяга ростка к свету η τάση του βλαστού προς το φως.

    3. τέντωμα.
    4. βγάλσιμο, εξαγωγή. || πάρσιμο, τράβηγμα (κλήρου, παιγνιόχαρτου κ.τ.τ.).
    5. απορρόφηση, άντληση• ρούφηγμα.
    6. επιθυμία.
    7. βάρος, βαρύτητα. || μτφ. βάσανο, θλίψη, στενοχώρια, βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > тяга

  • 120 тягость

    θ.
    1. βάρος, επάχθεια•

    тягость налогов το βάρος των φόρων.

    2. πλθ. тягостьи δυσκολίες, δυσχέρειες.
    3. βάσανο, μπελιάς.
    4. (παλ. κ. απλ.) το βάρος η βαρύτητα. || σώμα βαρύ.
    5. μτφ. πίεση, θλίψη, στενοχώρια• ενόχληση•

    чувствую тягость в голове αισθάνομαι βάρος στο κεφάλι.

    εκφρ.
    быть в тягость кому – γίνομαι βάρος (ενοχλητικός) σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > тягость

См. также в других словарях:

  • θλίψη — η 1. λύπη, στενοχώρια: Έχω μεγάλη θλίψη. – Νιώθω θλίψη. 2. πένθος: Έχουν θλίψη για το θάνατο του γιου τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… …   Dictionary of Greek

  • θλίψη — θλί̱ψη , θλῖψις pressure fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλίψῃ — θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze aor subj mid 2nd sg θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze aor subj act 3rd sg θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze fut ind mid 2nd sg θλί̱ψηι , θλῖψις pressure fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • θλιβερός — και χλιβερός ή, ό (Μ θλιβερός, ά, όν) (νεοελλ. μσν.) 1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα») 2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.) 3. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre …   Wikipedia

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»