-
21 грусть
грустьж ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ μελαγχολία. -
22 затосковать
затосковатьсов μέ πιάνει νοσταλγία, μέ πιάνει ἐπιθυμία/ μέ πιάνει θλίψη (загрустить):\затосковать по родине νοσταλγώ τήν πατρίδα. -
23 исполненный
испо́лненн||ый1. прич. от исполнить·2. прил (полный) πλήρης, γεμᾶτος (ἀπό):\исполненный энергии γεμδτος ἐνέργεια· \исполненный решимости ἀποφασισμένος· песня, \исполненныйая тоски τραγούδι γεμᾶτο θλίψη. -
24 кручина
кручи́н||аж поэт. ἡ λύπη, ὁ ю-ημός, ἡ θλίψη [-ις]. -
25 неизмеримый
неизмери́м||ыйприл ἀμετρος, ἀμέτρητος, ἀπέραντος, ἀπειρος / ἀχανής (о пространстве):\неизмеримыйая глубина τό ἀμέτρητο βάθος· \неизмеримыйая печаль ἡ ἀπέραντη θλίψη. -
26 неутешный
неутешн||ыйприл ἀπαρηγόρητος:\неутешныйое го́ре ἡ ἀπαρηγόρητη θλίψη. -
27 облако
облак||ос1. τό σύννεφο, τό νέφος:грозовое \облако ὁ μελανιάς· дождевые \облакоа τά σύννεφα τής βροχής· перистые \облакоа οἱ θύσανοι· кучевые \облакоа οἱ σωρείτες· слоистые \облакоа τά στρωματοειδῆ νέφη· покрываться \облакоами σκεπάζομαι ἀπό σύννεφα, συννεφιάζω·2. (клубы) τό σύννεφο, τό νέφος:\облакоа́ пыли νέφη κονιορτοῦ, τά σύννεφα σκόνης· \облако дыма τό σύννεφο καπνοῦ·3. черен, (тень, след) ἡ σκιά, τό νέφος:по лицу́ ее пробежало \облако гру́-сти τό πρόσωπο της τό συννέφιασε ἡ θλίψη· ◊ витать в \облакоах ἀεροβατῶ, περπατώ στά σύννεφα. -
28 печаль
печал||ьж ἡ θλίψη, ἡ θλΐψις, ἡ λύπη· ◊ не твоя \печаль разг δέν σέ ἀφορα, δέν εἶναι δική σου δουλειά· не было \печальи! разг αὐτό μόνο μας Ελειπε!. -
29 повергать
повергатьнесов, повергнуть сов1. (опрокидывать) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, ρίχνω κατά γής, γκρεμίζω:\повергать к ногам ρίχνω στά πόδια·2. перен βυθίζω, ρίχνω:\повергать в уныние βυθίζω σέ θλίψη· \повергать в отчаяние ρίχνω σέ ἀπελπισία· \повергать в недоумение βάζω σέ ἀμηχανία -
30 прискорбие
прискорб||иес ἡ λύπη, ἡ θλίψις:с \прискорбиеием μέ θλίψη· к моему́ \прискорбиеию προς με-γάλην μου λύπην. -
31 скорбь
скорбьж ἡ θλίψη [-ις], ἡ λύπη. -
32 сокрушение
сокруш||ениес1. (действие) ἡ συντριβή, ἡ καταστροφή·2. (печаль) ἡ μεγάλη λύπη, ἡ κατάθλιψη:с \сокрушениеением μέ μεγάλη θλίψη. -
33 тоска
тоск||аж1. ἡ μελαγχολία, ἡ θλίψη, ἡ βαρυθυμιά/ τό μαράζι (томление):\тоска по ро́дние ἡ νοσταλγία· предсмертная \тоска ἡ ἐπιθανάτιος (αγωνία)·2. (скука) ἡ ἀνία, ἡ πλήξη:наводить \тоскау́ προκαλώ πλήξη· разогнать \тоскау́ διασκεδάζω τήν ἀνία μου. -
34 убиваться
убиватьсянесов (горевать) разг κλαίω καί δέρνομαι, πέφτω σέ βαρειά θλίψη. -
35 скорбь
[σκόρμπ'] ουσ. θ. θλίψη, πένθος -
36 убиваться
[ουμπιβάτσα] ρ. πέφτω σε βαριά θλίψη -
37 скорбь
[σκόρμπ'] ουσ θ θλίψη, πένθος -
38 убиваться
[ουμπιβάτσα] ρ πέφτω σε βαριά θλίψη -
39 безотрадность
-и θ.θλίψη, στενοχώρια. -
40 безрадостность
-и θ.θλίψη• δυσθυμία, ακεφιά, μελαγχολία.
См. также в других словарях:
θλίψη — η 1. λύπη, στενοχώρια: Έχω μεγάλη θλίψη. – Νιώθω θλίψη. 2. πένθος: Έχουν θλίψη για το θάνατο του γιου τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… … Dictionary of Greek
θλίψη — θλί̱ψη , θλῖψις pressure fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίψῃ — θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze aor subj mid 2nd sg θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze aor subj act 3rd sg θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze fut ind mid 2nd sg θλί̱ψηι , θλῖψις pressure fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
θλιβερός — και χλιβερός ή, ό (Μ θλιβερός, ά, όν) (νεοελλ. μσν.) 1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα») 2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.) 3. αυτός… … Dictionary of Greek
Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre … Wikipedia
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek