Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η+θερμοκρασία

  • 81 снизить

    сшиу, снизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сниженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• κατεβάζω, χαμηλώνω•

    снизить давление λιγοστεύω την πίεση•

    цен κατεβάζω τις τιμές, κάνω εκπτώσεις•

    скорость ελαττώνω την ταχύτητα•

    снизить интерес μειώνω το ενόιαφέρο•

    снизить голос χαμηλώνω τη φωνή.

    κατεβαίνω, κατέρχομαι• χαμηλώνω. || μτφ. μειώνομαι, ελαττώνομαι• πέφτω•

    цены -лись οι τιμές έπεσαν•

    температура -лась η θερμοκρασία έπεσε.

    Большой русско-греческий словарь > снизить

  • 82 спустить

    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•

    спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•

    спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•

    спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•

    спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.

    || σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.

    || μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•

    спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.

    2. χαμηλώνω•

    спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.

    || κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•

    спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.

    3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•

    спустить курок πατώ τη σκαντάλη•

    собаку с цепи λύνω το σκυλί.

    4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.
    5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•

    спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.

    || ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•

    спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.

    6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.
    7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.
    εκφρ.
    спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•
    спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•
    спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•
    спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).
    1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•

    спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•

    шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).

    || πλέω προς τα κάτω.
    2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•

    туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.

    || χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•

    курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.

    || ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•

    юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.

    3. υποβιβάζομαι.
    4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•

    температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.

    εκφρ.
    спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > спустить

  • 83 средний

    -яя, -ее
    επ.
    μεσαίος, μέσος, μεσιανός•

    -ее окно μεσαίο παράθυρο•

    -яя годовая температура η μέση ετήσια θερμοκρασία.

    || κεντρικός•

    -яя азия Μέση ή Κεντρ ική Ασία.

    || μέτριος•

    средний ученик μέτριος μαθητής.

    εκφρ.
    в -ем – κατά μέσο όρο•
    высше -его – παραπάνω από το μέσο όριο ή το κανονικό•
    ниже -его – κάτω του μέσου ορίου ή του κανονικού•
    не что -ее – κάτι το μέσο, το ενδιάμεσο, το μεταξύ•
    - ее образование – η μέση μόρφωση, ηδε-κατάξια (γυμνασιακή)•
    средний палец – το μεσαίο δάχτυλο•
    - ее ухо – το μεσαίο αυτί•
    - яя школа – το μεσαίο (δεκατάξιο) σχολείο•
    - их лет – μέσης ηλικίας•
    средний залог – (γραμμ.) η μέση διάθεση των ρημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > средний

  • 84 считать

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. считзняый, βρ: -тэл, -а, -о.
    1. αριθμώ μετρώ•

    считать до десяти μετρώ ως τα δέκα.

    2. μ. λογαριάζω•

    считать деньги μετρώ τα χρήματα•

    считать овец μετρώτα πρόβατα•

    считать на счтах λογαριάζω στο αριθμητήριο•

    считать температуру μετρώ τη θερμοκρασία•

    считать в километрах μετρώ σε χιλιόμετρα.

    || μτφ. (ανα) θυμούμαι, αναλογίζομαι•

    считать обиды αναλογίζομαι τις προσβολές•

    считать зло θυμούμαι το κακό ή την κακία.

    3. υπολογίζω. || θεωρώ, νομίζω, φρονώ• εκλαμβάνω•, что он прав νομίζω ότι αυτός έχει δίκιο•

    его считатьли умершим τον είχαν για πεθαμένο•

    нас за ни кого не -ют μας έχουν (θεωρούν) για τίποτε•

    считать своим долгом θεωρώ καθήκον μου.

    εκφρ.
    считать дни, часы, минуты – μετρώ τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά (περιμένω ανυπόμονα)•
    считать звзды – μετρώ τ αστέρια: α) ονειροπολώ, β) χαζεύω.
    1. μετρώ, λογαριάζω. || λογαριάζομαι, κάνω λογαριασμό με κάποιον. || βρίσκω λογαριασμό•

    считать нельзя να βρω λογαριασμόείναι αδύνατο (για πλήθος αντικειμένων).

    2. λαβαίνω (παίρνω) υπ όψη. || υπολογίζομαι, υπολήπτομαι.
    3. θεωρούμαι, λογίζομαι.
    4. ανήκω, είμαι γραμμένος στη δύναμη•

    я -юсь во втором батальоне ανήκω στο δεύτερο τάγμα.

    5. μετριέμαι, αριθμούμαι• λογαριάζομαι.
    ρ.σ.μ. διαβάζω, συγκρίνω κείμενο•

    считать гранку с рукописью συγκρίνω το δοκίμιο με το χειρόγραφο.

    Большой русско-греческий словарь > считать

  • 85 тепличный

    επ.
    1. θερμοκηπιακός, του θερμοκηπίου•

    -ая температура θερμοκρασία θερμοκηπίου•

    -ые цветы λουλούδια θερμοκηπίου.

    2. μτφ. καλομαθημένος μαλθακός• ασυνήθιστος σε δυσκολίες.
    εκφρ.
    -ое растение, тепличный цветок – (για άνθρωπο) μαμόθρεπτος, καλομαθημένος.

    Большой русско-греческий словарь > тепличный

  • 86 тепло

    ουδ.
    βλ. теплота (1 σημ.).
    1. θερμοκρασία άνω του μηδενός (0°). || καιρός ζεστός.
    2. μτφ. καλοσύνη, εγκαρδιότητα, θαλπωρή.
    επίρ..
    1. θερμά• ζεστά.
    2. μτφ. εγκάρδια, φιλόφρονα•

    тепло встретить кого-Η. καλοδέχομαι κάποιον.

    3. μτφ. ευχάριστα, ευάρεστα.
    4. (ως κατηγ.) είναι ζέστα•

    на улице тепло έξω κάνει ζέστα•

    мне тепло έχω ζέστα.

    || μτφ. αισθάνομαι ευχάριστα.

    Большой русско-греческий словарь > тепло

  • 87 теплокровные

    -ых πλθ: -ые животные τα ζώα με σταθερή θερμοκρασία (ανεξάρτητα από το περιβάλλον).

    Большой русско-греческий словарь > теплокровные

  • 88 термофоб

    α. (βοτ. κ. ζωολ.) θερμόφοβος (που δεν αναπτύσσεται σε μεγάλη θερμοκρασία).

    Большой русско-греческий словарь > термофоб

  • 89 temperature

    1) θερμοκρασία
    2) πυρετός

    English-Greek new dictionary > temperature

См. также в других словарях:

  • θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασία — η βαθμός ή ποσό θερμότητας κάποιου σώματος: Μεταβολές στη θερμοκρασία. – Φυσιολογική θερμοκρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενεργός θερμοκρασία — (Αστρον.). Η επιφανειακή θερμοκρασία Te ενός αστέρα, όταν εκφράζεται ως θερμοκρασία ενός μελανού σώματος (δηλαδή ενός ιδανικού πομπού θερμικής ακτινοβολίας), που έχει την ίδια ακτίνα με τον αστέρα και εκπέμπει το ίδιο ολικό ποσό ενέργειας Ε ανά… …   Dictionary of Greek

  • κρίσιμη θερμοκρασία — Όρος της φυσικής που σημαίνει τη θερμοκρασία εκείνη πέρα από την οποία ένα αέριο δεν μπορεί να υγροποιηθεί με συμπίεση (τα μόρια έρχονται πιο κοντά). Όταν ένα σώμα φτάσει σε αυτή τη θερμοκρασία, τότε συγχέονται οι φυσικές του ιδιότητες ως υγρού… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική κλίμακα θερμοκρασιών — Θερμοκρασία η οποία προκύπτει εάν χρησιμοποιήσουμε ως θερμομετρικό σώμα το ιδανικό αέριο. Πρακτικά, αρκεί ένα αέριο σε χαμηλή πίεση και θερμοκρασία πολύ υψηλότερη από το σημείο υγροποίησής του. Η βαθμονόμηση ενός τέτοιου θερμομέτρου αερίου… …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασίας — θερμοκρασίᾱς , θερμοκρασία mixing of hot drink fem acc pl θερμοκρασίᾱς , θερμοκρασία mixing of hot drink fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»