Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η+θερμοκρασία

  • 41 поиижать

    поииж||ать
    несов
    1. ἐλαττώνω, μειώνω, χαμηλώνω, κατεβάζω:
    \поиижать температуру ἐλαττώνω (или κατεβάζω) τή θερμοκρασία· \поиижать голос χαμηλώνω τή φωνή μου· \поиижать к£чество χειροτερεύω τήν ποιότητα·
    2. (по службе) ὑποβιβάζω.

    Русско-новогреческий словарь > поиижать

  • 42 пониженный

    пони́женн||ый
    1. прич. от понизить.
    2. прил ἐλαττωμένος, χαμηλός, κατώτερος, κατεβασμένος, χαμηλωμένος:
    \пониженныйая температура ἡ χαμηλή θερμοκρασία· ◊ \пониженныйое настроение ἡ κακή διάθεση, τά χαλασμένα κέφια.

    Русско-новогреческий словарь > пониженный

  • 43 среднегодовой

    среднегодов||ой
    прил:
    \среднегодовойа́я темпера-ту́ра ἡ μέση ἐτησία θερμοκρασία· \среднегодовой доход τό μέσον ἐτήσιον εἰσόδημα.

    Русско-новогреческий словарь > среднегодовой

  • 44 тепло

    тепл||о I
    с ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:
    количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.
    тепло II
    1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:
    одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·
    2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:
    в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > тепло

  • 45 degree

    [di'ɡri:]
    1) ((an) amount or extent: There is still a degree of uncertainty; The degree of skill varies considerably from person to person.) βαθμός
    2) (a unit of temperature: 20° (= 20 degrees) Celsius.) βαθμός(θερμοκρασία)
    3) (a unit by which angles are measured: at an angle of 90° (= 90 degrees).) μοίρα
    4) (a title or certificate given by a university etc: He took a degree in chemistry.) πτυχίο
    - to a degree

    English-Greek dictionary > degree

  • 46 heat

    [hi:t] 1. noun
    1) (the amount of hotness (of something), especially of things which are very hot: Test the heat of the water before you bath the baby.) θερμοκρασία
    2) (the warmth from something which is hot: The heat from the fire will dry your coat; the effect of heat on metal; the heat of the sun.) θερμότητα, ζεστασιά
    3) (the hottest time: the heat of the day.) λαύρα
    4) (anger or excitement: He didn't mean to be rude - he just said that in the heat of the moment.) έξαψη,ενθουσιασμός
    5) (in a sports competition etc, one of two or more contests from which the winners go on to take part in later stages of the competition: Having won his heat he is going through to the final.) προκριματικός αγώνας
    2. verb
    ((sometimes with up) to make or become hot or warm: We'll heat (up) the soup; The day heats up quickly once the sun has risen.) ζεσταίνω,-ομαι
    - heatedly
    - heatedness
    - heater
    - heating
    - heat wave
    - in/on heat
    See also:
    - hot

    English-Greek dictionary > heat

  • 47 nineties

    1) (the period of time between one's ninetieth and one hundredth birthdays.) δεκαετία μετά τα ‘90
    2) (the range of temperatures between ninety and one hundred degrees.) θερμοκρασία 90-99 βαθμών
    3) (the period of time between the ninetieth and one hundredth years of a century.) δεκαετία του '90,τελευταία δεκαετία του αιώνα

    English-Greek dictionary > nineties

  • 48 seventies

    1) (the period of time between a person's seventieth and eightieth birthdays.) δεκαετία μετά τα 70
    2) (the range of temperatures between seventy and eighty degrees.) θερμοκρασία μεταξύ 70 και 79 βαθμών
    3) (the period of time between the seventieth and eightieth years of a century.) δεκαετία του '70

    English-Greek dictionary > seventies

  • 49 sixties

    1) (the period of time between one's sixtieth and seventieth birthdays.) δεκαετία μετά τα 60
    2) (the range of temperatures between sixty and seventy degrees.) θερμοκρασία μεταξύ 60-69 βαθμών
    3) (the period of time between the sixtieth and seventieth years of a century.) δεκαετία του '60

    English-Greek dictionary > sixties

  • 50 temperature

    ['temprə ə]
    1) (the amount or degree of cold or heat: The food must be kept at a low temperature.) θερμοκρασία
    2) (a level of body heat that is higher than normal: She had a temperature and wasn't feeling well.) πυρετός

    English-Greek dictionary > temperature

  • 51 thirties

    1) (the period of time between one's thirtieth and fortieth birthdays.) η δεκαετία μετά τα 30
    2) (the range of temperatures between thirty and forty degrees.) θερμοκρασία 30-39 βαθμών
    3) (the period of time between the thirtieth and fortieth years of a century.) η δεκαετία του '30

    English-Greek dictionary > thirties

  • 52 twenties

    1) (the period of time between one's twentieth and thirtieth birthdays.) η δεκαετία μετά τα 20
    2) (the range of temperatures between twenty and thirty degrees.) θερμοκρασία 20-29 βαθμών
    3) (the period of time between the twentieth and thirtieth years of a century.) η δεκαετία του '20

    English-Greek dictionary > twenties

  • 53 температура

    [τιμπιρατοόρα] ουσ. θ. θερμοκρασία

    Русско-греческий новый словарь > температура

  • 54 температура

    [τιμπιρατοόρα] ουσ. θ. θερμοκρασία

    Русско-греческий новый словарь > температура

  • 55 температура

    [τιμπιρατοόρα] ουσ θ θερμοκρασία

    Русско-эллинский словарь > температура

  • 56 температура

    [τιμπιρατοόρα] ουσ θ θερμοκρασία

    Русско-эллинский словарь > температура

  • 57 высокий

    επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ καιо/ко, -соки/ καιо/ки; выше; высший κ. высочайший.
    1. (υ)ψηλός, υψιτενής•

    высокий дом ψηλό σπίτι•

    высокий рост μεγάλο ανάστημα•

    -ая гора ψηλό βουνό•

    высокий потолок ψηλή οροφή•

    -ое дерево ψηλό δέντρο.

    2. μεγάλος•

    высокий урожай μεγάλη σοδειά•

    -ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•

    -ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•

    -ое давление μεγάλη πίεση•

    -ая температура υψηλή θερμοκρασία.

    3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•

    -ая оценка υψηλή εκτίμηση•

    товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.

    4. πολύ μεγάλος•

    -ая честь μεγάλη τιμή•

    высокий пост μεγάλο πόστο•

    -ое звание υψηλός τίτλος•

    -ая награда μεγάλο βραβείο•

    высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).

    5. πανηγυρικός•

    высокий стиль υψηλό ύφος.

    6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.
    εκφρ.
    высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•
    - ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•
    быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > высокий

  • 58 выше

    1. συγκρ. β. του επ. высокий κ.του επίρ. высоко.
    2. επίρ. ψηλότερα, πιο ψηλά• ανώτερα• άνω, πιο πάνω, παραπάνω• ανωτέρω•

    температура выше ноля θερμοκρασία άνω του μηδενός•

    выше как сказано выше όπως ειπώθηκε παραπάνω•

    дети семи лет и выше παιδιά εφτά χρονών και πάνω•

    это выше моих сил αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μου•

    как было упомянуто выше όπως αναφέρθηκε παραπάνω•

    летать выше всех πετώ ψηλότερα απ’ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > выше

  • 59 жаровыносливость

    θ.
    αντοχή στη μεγάλη θερμοκρασία.

    Большой русско-греческий словарь > жаровыносливость

  • 60 жаровыносливый

    επ. βοτ. ανθεκτικός στη μεγάλη θερμοκρασία•

    -ые растения φυτά των θερμών χωρών.

    Большой русско-греческий словарь > жаровыносливый

См. также в других словарях:

  • θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασία — η βαθμός ή ποσό θερμότητας κάποιου σώματος: Μεταβολές στη θερμοκρασία. – Φυσιολογική θερμοκρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενεργός θερμοκρασία — (Αστρον.). Η επιφανειακή θερμοκρασία Te ενός αστέρα, όταν εκφράζεται ως θερμοκρασία ενός μελανού σώματος (δηλαδή ενός ιδανικού πομπού θερμικής ακτινοβολίας), που έχει την ίδια ακτίνα με τον αστέρα και εκπέμπει το ίδιο ολικό ποσό ενέργειας Ε ανά… …   Dictionary of Greek

  • κρίσιμη θερμοκρασία — Όρος της φυσικής που σημαίνει τη θερμοκρασία εκείνη πέρα από την οποία ένα αέριο δεν μπορεί να υγροποιηθεί με συμπίεση (τα μόρια έρχονται πιο κοντά). Όταν ένα σώμα φτάσει σε αυτή τη θερμοκρασία, τότε συγχέονται οι φυσικές του ιδιότητες ως υγρού… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική κλίμακα θερμοκρασιών — Θερμοκρασία η οποία προκύπτει εάν χρησιμοποιήσουμε ως θερμομετρικό σώμα το ιδανικό αέριο. Πρακτικά, αρκεί ένα αέριο σε χαμηλή πίεση και θερμοκρασία πολύ υψηλότερη από το σημείο υγροποίησής του. Η βαθμονόμηση ενός τέτοιου θερμομέτρου αερίου… …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασίας — θερμοκρασίᾱς , θερμοκρασία mixing of hot drink fem acc pl θερμοκρασίᾱς , θερμοκρασία mixing of hot drink fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»