Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

η+εξωτερική

  • 1 εξωτερική

    ἐξωτερικός
    external: fem nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > εξωτερική

  • 2 ἐξωτερική

    ἐξωτερικός
    external: fem nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ἐξωτερική

  • 3 external validity

    French\ \ validité externe
    German\ \ externe Gültigkeit
    Dutch\ \ externe validiteit
    Italian\ \ validità esterna
    Spanish\ \ validez externa
    Catalan\ \ validesa externa
    Portuguese\ \ validade externa
    Romanian\ \ externe valabilitate
    Danish\ \ eksterne validitet
    Norwegian\ \ eksterne validitet
    Swedish\ \ extern validitet
    Greek\ \ εξωτερική εγκυρότητα
    Finnish\ \ tutkimuksen ulkoinen validius
    Hungarian\ \ külső érvényesség
    Turkish\ \ dışsal (harici) geçerlilik
    Estonian\ \ väline kehtivuse
    Lithuanian\ \ išorės galiojimo
    Slovenian\ \ zunanja veljavnost
    Polish\ \ wiarygodności zewnętrznej
    Ukrainian\ \ зовнішня загальнозначимість
    Serbian\ \ екстерне валидности
    Icelandic\ \ ytra réttmæti
    Euskara\ \ kanpo-baliotasuna
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ صلاحية خارجية
    Afrikaans\ \ eksterne geldigheid
    Chinese\ \ 外部有效性
    Korean\ \ 외적 타당성

    Statistical terms > external validity

  • 4 external variance

    French\ \ variance externe
    German\ \ Varianz zwischen den Primäreinheiten
    Dutch\ \ variantie tussen primaire eenheden
    Italian\ \ varianza esterna
    Spanish\ \ variancia externa
    Catalan\ \ variància externa
    Portuguese\ \ variância externa
    Romanian\ \ externe varianţa
    Danish\ \ ekstern varians
    Norwegian\ \ ekstern varians
    Swedish\ \ externa varians
    Greek\ \ εξωτερική διαφορά
    Finnish\ \ ulkoinen varianssi
    Hungarian\ \ külsõ szórás
    Turkish\ \ dış varyans
    Estonian\ \ rühmadevaheline dispersioon
    Lithuanian\ \ išorinė dispersija
    Slovenian\ \ zunanjih variance
    Polish\ \ wariancja zewnętrzna; wariancja eksternalna
    Ukrainian\ \ міжгрупова дисперсія
    Serbian\ \ спољни варијансе
    Icelandic\ \ utanaðkomandi víkja
    Euskara\ \ kanpoko bariantza
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ التباين الخارجي
    Afrikaans\ \ eksterne variansie (variansie tussen primêre eenhede)
    Chinese\ \ 外 生 方 差
    Korean\ \ 외부분산

    Statistical terms > external variance

См. также в других словарях:

  • ἐξωτερική — ἐξωτερικός external fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»