Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+εξοχή

  • 21 тянуть

    тян||у́ть
    несов
    1. τραβώ/ ἀπλώνω, τοποθετώ (прокладывать):
    \тянуть кого́-л. за руку τραβώ ἀπό τό χέρι· \тянуть кабель τοποθετώ καλώδιο·
    2. (вести за собой силой) ἔλκω/ ρυμουλκώ (на буксире):
    пароход тянет баржу τό ἀτμόπλοιο ρυμουλκεί τήν μαούνα·
    3. (протягивать) τείνω, τεντώνω:
    \тянуть ру́ку к звонку́ ἀπλώνω τό χέρι μου στό κουδούνι· \тянуть шею τεντώνω τό λαιμό·
    4. (медленно произносить) σέρνω:
    \тянуть слова́ σέρνω τά λόγια·
    5. (медлить) παρατραβώ κάτι:
    \тянуть дело παρατραβώ τήν ὑπόθεση· \тянуть время χρονοτριβώ·
    6. (звать) разг τραβώ:
    его́ никто си́лой не тянет κανείς δέν τόν τραβἄ μέ τό ζόρι·
    7. (влечь):
    меня (его) тянет μέ (τόν) τραβᾶ κάτι, ἐπιθυμώ κάτι· меня́ тянет за город ἐπεθύμησα νά πάω ἐξοχή· его тя́нет ко сну́ θέλει νά κοιμηθεί·
    8. (весить) ζυγίζω·
    9. (выделывать\тянуть о проволоке) συρματοποιώ·
    10. перен (вымогать \тянуть о деньгах и т. п.) παίρνω, τσιμπώ:
    \тянуть все жилы из кого-л. ξεζουμίζω κάποιον
    11. (о трубе, дымоходе) τραβώ·
    12. (вбирать, всасывать) είσπνέω, ρουφώ:
    \тянуть через соломинку ρουφώ μέ καλαμάκι·
    13. безл (о струе воздуха, о запахе):
    тя́нет холодом от окна́ μπάζει κρύο ἀπ' τό παράθυρο· тянет сыростью ἔρχεται ὑγρασία· ◊ \тянуть жребий τραβώ κλήρο· \тянуть карту из коло́ды τραβῶ χαρτί· \тянуть за душу кого́-л., \тянуть ду́шу из кого́-л. βγάζω τήν ψυχή κάποιου· \тянуть за язык τραβώ ἀπ· τή γλώσσα, ὑποχρεώνω κάποιον νά μιλήσει· его́ за язык никто не тянет κανείς δέν τόν ὑποχρεώνει νά μιλήσει· е́ле но́ги \тянуть μόλις σέρνω τά πόδια του· \тянуть все ту же песню ἐπαναλαμβάνω τά ἰδια καί τά ἰδια· \тянуть на поводу́ σέρνω ἀπό πίσω μου· \тянуть слабого ученика́ βοηθώ τόν καθυστεροῦντα μαθητή· тянет в плечах (об одежде) σφίγγει στίς πλατες.

    Русско-новогреческий словарь > тянуть

  • 22 коттедж

    [καττέντζ] ουσ. α μονοκατοικία στην εξοχή

    Русско-греческий новый словарь > коттедж

  • 23 коттедж

    [καττέντζ] ουσ α μονοκατοικία στην εξοχή

    Русско-эллинский словарь > коттедж

  • 24 воздух

    α.
    1. αέρας•

    воздух состоит главным образом из кислорода и азота ο αέρας αποτελείται κυρίως από οξυγόνο και άζωτο.

    2. η ατμόσφαιρα.
    εκφρ.
    воздух! – αεροπλάνα! (προειδοποίηση για εμφάνιση εχθρικών αεροπλάνων)•
    на (открытом) -е – σε ανοιχτό χώρο, στο ύπαιθρο, έξω•
    на вольном -е – α) σε ανοιχτό χώρο. β) στην εξοχή•
    дышать (каким) -ом – ο αέρας που αναπνέω (το περιβάλλον, οι τάσεις, το ενδιαφέρο)•
    в -е носится – (για κοινωνικά φαινόμενα) επίκειται, πλησιάζει, μυρίζει•
    быть (бывать) в -е – περνώ την ώρα μου έξω (στον αέρα)•
    выйти на воздух – βγαίνω έξω στον αέρα•
    питаться -омειρν. τρέφομαι μ’ αέρα.
    -а, πλθ.α. (εκκλσ.) το κάλυμμα του δισκοπότηρου.

    Большой русско-греческий словарь > воздух

  • 25 вывезти

    -зу, -зешь, παρλθ. χρ. вывез, -ла, -ло, ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω (με μεταφ. μέσο)•

    мусор на свалку μεταφέρω τα σκουπίδια στο σκουπιδαριό•

    вывезти детей за город μεταφέρω τα παιδιά στην εξοχή.

    2. μεταφέρω, κουβαλώ, προσκομίζω•

    вывезти овощи на рынок μεταφέρω λαχανικά στην αγορά.

    || ανεβάζω, μεταφέρω επάνω, φέρω μαζί μου.
    3. (απλ.) βοηθώ (να βγει από δύσκολη κατάσταση).
    εκφρ.
    вывезти в светπαλ. βγάζω στην κοινωνία•
    вывезти на себя ή на своих плечах – σηκώνω όλο το βάρος στις πλάτες μου.
    (απλ.) αναχωρώντας μεταφέρω (παίρνω) όλα τα πράγματα μου.

    Большой русско-греческий словарь > вывезти

  • 26 вывоз

    α.
    1. μεταφορά έξω (σε μεταφ. μέσο)•

    вывоз детей на дачу μεταφορά των παιδιών στίην εξοχή (θέρετρο).

    2. εξαγωγή•

    вывоз товаров за границу εξαγωγή εμπορευμάτων στο εξωτερικό.

    Большой русско-греческий словарь > вывоз

  • 27 выступ

    α.
    εξοχή, προεξοχή.

    Большой русско-греческий словарь > выступ

  • 28 город

    -а, πλθ. -а, -ов α.
    1. πόλη, πολιτεία, χώρα•

    столичный город πρωτεύουσα•

    главный город πρωτεύουσα νομού ή επαρχίας•

    -а-герои πόλεις -ηρωίδες•

    в черте -а μέσα στα τείχη της πόλης, στο εσωτερικό αυτής•

    за -ом έξω από την πόλη, στα προάστεια, στα περίχωρα• στην εξοχή•

    зеленный город πράσινη πόλη (με πολύ πράσινο).

    2. παλ. πόλη εντός φρουρίου.
    3. (στα σκλαβάκια) το διαχωρισμένο μέρος κάθε ομάδας.
    εκφρ.
    за -ом – στα προάστεια•
    ни к селуни к -у – χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς λόγο.

    Большой русско-греческий словарь > город

  • 29 дива

    θ. παλ. θεσπέσια, έξοχη καλλιτέχνιδα, τραγουδίστρια.

    Большой русско-греческий словарь > дива

  • 30 зуб

    -а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.
    1. δόντι•

    коренной зуб ο τραπεζίτης•

    молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•

    глазевые -ы οι κυνόνοντες•

    зуб мудрости ο φρονιμίτης•

    вставные -ы τα βαλτά δόντια•

    -ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•

    -ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).

    2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•

    зубья! пилы δόντια του πριονιού.

    εκφρ.
    зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•
    зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•
    - ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•
    - ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•
    глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•
    вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•
    вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•
    иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•
    -ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•
    ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•
    показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•
    стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•
    - ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•
    точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•
    чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•
    навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•
    не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•
    ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•
    сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ.

    Большой русско-греческий словарь > зуб

  • 31 мостки

    -ов πλθ.
    1. γεφύρι ξύλινο.
    2. εξέδρα (εξοχή) στην άκρη όχθης, ακτής.
    3. σανίδωμα των σκαλωσιών οικοδομής.

    Большой русско-греческий словарь > мостки

  • 32 облом

    α.
    1. σπάσιμο, θραύση. || δάμαση, τιθάσευση. || κάμψη της αντίστασης. || χτύπημα, δάρσιμο.
    2. σπασμένο μέρος αντικειμένου.
    3. (αρχτ.) πλαγιογραφΐα, κατατομή οικοδομής.
    4. εξοχή τείχους.
    5. (απλ.) άνθρωπος άξεστος, άγαρμπος.

    Большой русско-греческий словарь > облом

  • 33 преимущественно

    επίρ.
    κυρίως, κατά κύριο λόγο, κατ εξοχή, ιδιαίτερα, πρώτιστα.

    Большой русско-греческий словарь > преимущественно

  • 34 припуск

    α.
    1. άφεση, απόλυση.
    2. κατέβασμα, μάκρυμα• άνοιγμα, φάρδυμα.
    3. (τεχ.) εξόγκωμα εξαρτήματος, εξοχή.

    Большой русско-греческий словарь > припуск

  • 35 сельский

    επ.
    αγροτικός• χωρικός, του χωριού• της υπαίθρου•

    -ая жизнь αγροτική ζωή, η ζωή του χωριού•

    -ая школа το σχολείο του χωριού•

    -ие работы αγροτικές δουλειές•

    учитель ο δάσκαλος του χωριού•

    сельский священник ο παπάς του χωριού•

    -ая молоджь η αγροτική νεολαία•

    сельский совет βλ. сельсовет; сельский корреспондент βλ. селькор; -ая местность η ύπαιθρος, η εξοχή•

    -ое хозяйство αγροτικό νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > сельский

  • 36 сосок

    -ска α.
    1. η θηλή, η ρώγα του μαστού, ρωγοβύζι.
    2. εξοχή εξαρτήματος.

    Большой русско-греческий словарь > сосок

  • 37 сосочек

    -чка α.
    1. ρωγίτσα μαστού.
    2. μικρή εξοχή.

    Большой русско-греческий словарь > сосочек

  • 38 стенной

    επ.
    του τοίχου• του τείχους•

    -ые часы ωρολόγι του τοίχου•

    -ая газета εφημερίδα του τοίχου•

    -ая живопись τοιχογραφία•

    -выступ εξοχή του τοίχου•

    стенной коврик χαλάκι του τοίχου•

    стенной шкаф ντουλάπι(στον τοίχο).

    Большой русско-греческий словарь > стенной

  • 39 ступень

    -и, γεν. πλθ. -ей κ. -ей θ.
    1. βαθμίδα, σκαλί, σκαλοπάτι. || εξοχή (επικλινούς ή κατακόρυφης επιφάνειας).
    2. μτφ. βαθμός•

    ступень развития и прогресса βαθμός ανάπτυξης και προόδου•

    высшая ступень ανώτατος βαθμός.

    || κατηγορία, τάξη•

    школа второйступеньи δευτεροβάθμιο σχολείο.

    || φθόγγος μουσικός.

    Большой русско-греческий словарь > ступень

  • 40 съездить

    съезжу, съездишь
    ρ.σ.
    1. πηγαίνω (με επιστροφή και με μετεφορ. μέσο)•

    съездить за город πηγαίνω στην εξοχή (εκδρομή)•

    съездить к родным πηγαίνω στους συγγενείς.

    2. μ. (απλ.) χτυπώ, καταφέρω χτύπημα, δίνω μπουνιά.

    Большой русско-греческий словарь > съездить

См. также в других словарях:

  • ἐξοχῇ — ἐξοχή prominence fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχή — prominence fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξοχή — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 46 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται Ν της λίμνης Στυμφαλίας, στις δυτικές πλαγιές του όρους Φαρμακάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου. Το 1826… …   Dictionary of Greek

  • Εξοχή — Sp Eksòchė Ap Εξοχή/Exochi L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • εξοχή — η 1. ό,τι εξέχει, η προεξοχή, εξόγκωμα. 2. η ύπαιθρος, τα χωράφια, οι αγροί, οι βοσκότοποι. 3. εξοχική περιοχή κατάλληλη για ανάρρωση αρρώστων ή για παραθερισμό υγιών. 4. (ιατρ.), δερματικά ογκώματα, κρεατοελιές. 5. στον πληθ., εξοχές τα αιχμηρά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξοχαῖς — ἐξοχή prominence fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχαί — ἐξοχή prominence fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχῆς — ἐξοχή prominence fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχέων — ἐξοχή prominence fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχήν — ἐξοχή prominence fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοχῶν — ἐξοχή prominence fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»