-
41 различие
разли́ч||иес ἡ διαφορά, ἡ διάκριση [-ις]:\различие во взглядах ἡ διαφορά ἀπόψεων классовые \различиеия ἡ ταξική διαφορά· видовое \различие биол. ἡ διαφορά τῶν είδών без \различиеия χωρίς διάκριση· делать \различие между кем-л. κάνω διάκριση ἀνάμεσα σέ κάποιους· ◊ знаки \различиеия воен. τά διακριτικά. -
42 сблизить
сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•
сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•
сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.
|| συνδέω• συνδυάζω•сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•
сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.
|| συνδέω, ενώνω•одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.
2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•
сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.
1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω -
43 контраст
1. (противоположность, резкое различие) η αντίθεση, η διαφοράопределяющий - (в планировании эксперимента) η βασική διαφορά: тепловой - η θερμική διαφορά2. (резкое различие в яркости или цвете предметов) η ένταση· - изображения - της εικόναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контраст
-
44 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
45 рассудить
рассудитьсов1. λύνω διαφορά, κρίνω:\рассудить спор λύνω διαφορά· \рассудитьте нас λύστε μας τήν διαφορἄ2. (обдумать) σκέφτομαι, κρίνω / ἀποφασίζω (решить):я рассудил так ἀποφάσισα νά...· \рассудитьте, как быть σκεφθήτε τί πρέπει νά γίνει. -
46 διαφόρας
διᾱφόρᾱς, διά-ἀφοράωlook away from: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)διᾱφόρᾱς, διά-ἀφοράωlook away from: imperf ind act 2nd sg (attic doric aeolic)διαφόρᾱς, διά-ἀφοράωlook away from: pres ind act 2nd sg (attic doric aeolic)διαφόρᾱς, διά-ἀφοράωlook away from: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)διαφόρᾱς, διά-ἀφοράωlook away from: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
47 Difference
subs.P. διαφορά, ἡ, διάστασις, ἡ, P. and V. διάφορον, τό.Dissimilarity: P. ἀνομοιότης, ἡ.How great is the difference between rule and service: V. ὅσον τό τʼ ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα (Æsch., P.V. 927).How great is the difference between war waged here or there, it needs, I think, no word of mine to explain: P. ἡλίκα γʼ ἐστὶ τὰ διάφορα ἐνθάδʼ ἢ ἐκεῖ πολεμεῖν οὐδὲ λόγου προσδεῖν ἡγοῦμαι (Dem. 16).There is a difference between speaking much and speaking lo the mark: V. χωρὶς τό τʼ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια (Soph., O.C. 808).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Difference
-
48 μεταξύ
μεταξύ (μετά, ξύν [σύν]) adv. (Hom.+; for LXX s. Johannessohn, Präp. 173f)① marker of an interval that separates, between, in the middle, nextⓐ of spaceα. as adv. (Hom.+) between, in the middle τὸ μεταξύ what lies between (Aeneas Tact. 1420; Dio Chrys. 18 [35], 1) Dg 7:2 (cp. Philo, Det. Pot. Ins. 80 τὰ μ.); IPhld 7:1 (Lgtft. renders when I was among you).β. used as prep. w. gen. (Hdt. et al.) in the middle of (Polyb. 14, 1, 9; Aelian, VH 3, 1; En 14:11; 18:3; ViJer 14 [p. 73, 14 Sch.]; Jos., Ant. 3, 147 μ. αὐτῆς [τ. λυχνίας] καὶ τ. τραπέζης; Just., A I, 26, 2 μ. τῶν δύο γεφυρῶν) μ. τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου between the sanctuary and the altar Mt 23:35; cp. Lk 11:51. μ. ἡμῶν καὶ ὑμῶν 16:26. μ. δύο στρατιωτῶν between two soldiers Ac 12:6. μ. θηρίων μ. θεοῦ (to be) among the wild beasts (is to be) with God ISm 4:2. μ. is certainly to be restored Ox 1081, 4 (s. διαφορά). W. a relative foll. μ. ὧν ἐλάλουν between the words of my discourse IPhld 7:1 v.l. (s. Hdb. ad loc. on the uncertainity of the text).ⓑ of timeα. between (Pla., Rep. 5, 450c; Jos., Ant. 2, 169; Just., D. 51, 2) ἐν τῷ μεταξύ in the meanwhile (X., Symp. 1, 14; BGU 1139, 8 [5 B.C.]; PTebt 24, 42; 72, 190; PFlor 36, 5; TestZeb 2:7; Jos., Ant. 14, 434) J 4:31.β. afterward, next (Plut., Mor. 58b; 240a; Achilles Tat. 1, 13, 1; Mitt-Wilck. II/2, 57, 11 [40/41 A.D.]; 64, 5; Jos., Bell. 2, 211, Ant. 10, 45; Theoph. Ant. 1, 8 [p. 76, 6]; Schwyzer I 625, 2) εἰς τὸ μεταξὺ σάββατον on the next sabbath Ac 13:42 (Renehan ’75, 137). Cp. 23:25 v.l.; 1 Cl 44:2f. ὁ λαὸς ὁ μεταξύ the people yet to come 13:5.② marker of a reciprocal relation, a difference, between (PRein 44, 16 [104 A.D.] τῆς συμφωνίας τῆς γενομένης μεταξὺ αὐτοῦ κ. Ἰσιδώρας; POxy 1117, 3 μ. ἡμῶν κ. ἀρχόντων) μ. σοῦ καὶ αὐτοῦ μόνου between you and him alone Mt 18:15. Witnesses μ. ὑμῶν καὶ ἡμῶν betw. us and you 1 Cl 63:3.—διακρίνειν μ. τινος καί τινος make a distinction between Ac 15:9. τοσαύτη τις διαφορὰ μ. τῶν τε ἀπίστων κ. τῶν ἐκλεκτῶν MPol 16:1. διαφορὰ πολλὴ μ. τῶν δύο ὁδῶν a great difference between D 1:1.—μεταξὺ ἀλλήλων (PGen 48, 11 μ. ἡμῶν ἀλλήλων) among themselves, with one another Ro 2:15.—DELG s.v. μετά. M-M. Sv. -
49 στάσις
στάσις, ἡ, 1) das Stellen, Feststellen, Sp. – 2) das Stehen; – a) das Feststehen, Ggstz der Bewegung, ἡ στάσις ἀπόφασις τοῠ ἰέναι βούλεται εἶναι, Plat. Crat. 426 d; Festigkeit, Soph. 249 b; neben βάσις, im Ggstz von φορά, Crat. 437 a; von κίνησις, 251 d; τῆς αὐτῆς στάσεως ἠξιοῠτο τό τε ἀριστεῖον τῆς ϑεοῠ καὶ αἱ τιμωρίαι, Dem. 19, 272; μονὴν καὶ στάσιν ἔχειν, Pol. 4, 41, 4; die Stellung, der Ort, wo man steht, der Standort, ἔχοντες στάσιν ταύτην, ἐς τὴν ἔστημεν, Her. 9, 21. 48; bes. der Ort, Punkt, wo die Himmelsgegenden gelegen sind, στάσις τῶν ὡρέων, τοῠ νότου, τῆς μεσαμβρίης, 2, 26; der Stand, ὡς μήτε σώκειν μήτε μ' ἀκταίνειν στάσιν, Aesch. Eum. 36; τῆς στάσεως παρασύρων, Ar. Equ. 525; des Netzes, Xen. Cyn. 9, 16. – b) der Zustand, die Lage, in der man sich befindet, ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν, Plat. Phaedr. 253 d; κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς στάσιν ἔμενον, Pol. 2, 68, 7, u. öfter; auch ἀνέμου, Richtung des Windes, 1, 48, 2 u. sonst; – στάσις μελῶν, s. στάσιμος. – c) bes. der Aufstand, Aufruhr, das gesetzwidrige Zusammentreten Mehrerer zu gewaltsamer Durchsetzung ihres politischen Zweckes, Faktion im Staate; ἀντιάνειρα, Pind. Cl. 12, 16, das feindliche einander Gegenüberstehen, der Zwist; Theogn. 51. 779; Her. 1, 39. 60. 173 u. öfter; στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροϑύνετο, Aesch. Prom. 200, vgl. Pers. 184 Eum. 933; auch ἐς λόγου στάσιν ἐπελϑεῖν, Wortstreit, Soph. Trach. 1169; στάσει νοσοῠσαν πόλιν, Eur. Hero. Für. 34, u. öfter; Ar. Ran. 359; Thuc. 1, 2. 2, 20 u. öfter; auch die aufrührerische Partei selbst, αἱ τῶν Μεγαρέων στάσεις φοβούμεναι, οἱ μέν –, οἱ δέ –, 4, 71; nach Plat. στάσις ἡ τοῠ φύσει συγγενοῠς διαφορά, Soph. 228 a, vgl. Rep. V, 470 b ἐπὶ τῇ τοῠ οἰκείου ἔχϑρᾳ στάσις κέκληται; neben ἔχϑρα, Polit. 306 b; πόλεμοι καὶ στάσεις, Phaed. 66 c; ἢ φίλους ἢ πόλιν εἰς στάσεις ἐμβάλλειν, Xen. Mem. 4, 6, 14; ἐμφύλιος στάσις καὶ ταραχή, Pol. 1, 71, 7; ἡ πρὸς ἀλλήλους φιλοτιμία καὶ στάσις, 4, 87, 9; ἡ ἐν ἀλλήλοις διαφορὰ καὶ στάσις, 6, 44, 6; στάσεις ποιεῖσϑαι πρός τινα, Isocr. 4, 79, Faktionen machen. – Allgemein, die Schaar, Aesch. Ch. 112. 451 Eum. 301. – 3) das Wägen, Abwiegen, μισϑοῠ, das Bezahlen des Lohnes, Hippocr.
-
50 δια-φορά
δια-φορά, ἡ, 1) Verschiedenheit; ἀ τύχημα κἀδίκημα διαφορὰν ἔχει, = διαφέρει, Men. bei Stob. ecl. phys. 2 p. 341; παρά τι, in Beziehung auf, Dion. Hal. C. V.; dah. Art, Abtheilung, Theophr.; γένη καὶ διαφοραί Plut.; vgl. Arist. top. 1, 8, 3. – 2) Vorzüglichkeit, Auszeichnung, Plat. Tim. 23 a. – Gewöhnl. – 3) Uneinigkeit, Zwist; Her. 7, 9, 2 im plur.; Thuc. 1, 81; Plat. Euthyphr. 7; αἱ πρὸς τοὺς προςήκοντας διαφοραί Phaedr. 231 b; Lycurg. 6 u. A.; διαφορὰ φιλοσοφίᾳ τε καὶ ποιη τικ ῇ Plat. Rep. X, 607 b; διαφορὰν ἔχειν τινί, einen Streit mit Jem. haben, Eur. Med. 75; ἐν διαφορᾷ καταστῆναί τινι, in Streit sein mit, Antiph. 1, 1, von Processen.
-
51 διαφορον
τό тж. pl.1) разница, различие Her., Isae., Dem.2) разногласие, спор Arst.διάφορα ἐς τὸ πολεμεῖν Thuc. — разногласия, приведшие к войне
3) pl. расходы, издержки4) капитал, деньги(κεκρυμμένον δ. Polyb.)
5) важность, значительность Dem.ἐς τὰ μέγιστα διαφόρων ποιεῖσθαι τι Thuc. — придавать величайшее значение чему-л.
6) цена(διάφορον ἐκτίνειν Luc.)
-
52 ετεροτης
- ητος ἥ1) лог. родовое различие (лат. genus proximum - в отличие от διαφορά differentia specifica) Arst., Sext.2) разногласие, разлад(ἑ. καὴ διαφορά Plut.)
-
53 вес
το βάρ/οςмеры - а τα σταθμά, τα ζύγιαразница между - ом брутто и нетто διαφορά μεταξύ μ(ε)ικτού και καθαρού - ουςмаксимальный взлетный ав. - μέγιστο - απογείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вес
-
54 развешивать
I.(разделять на части по весу) ζυγίζω (χωρίζοντας σε διάφορα μέρη).II. (вешать по разным местам) κρεμώ (σε διάφορα μέρη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развешивать
-
55 разность
1. (различие) η διαφορά 2. мат. η διαφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разность
-
56 расхождение
1. (тех., мат.) (отклонение от нормы) η απόκλιση 2. (разногласие, противоречие)η διαφωνία, η διάσταση, η διαφορά 3. (стыка, шва) η διάνοιξη, το άνοιγμα (π.χ. τηςραφής, της ένωσης) 4. (разница, различие,неравенство) η διαφορά, η διάσταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расхождение
-
57 заметный
заметный φανερός αισθη τός, επιφανής (явный)' \заметныйая разница η καταφανής διαφορά* * *φανερός; αισθητός, επιφανής ( явный)заме́тная ра́зница — καταφανής διαφορά
-
58 конфликт
конфликт м η σύγκρουση, η διαφορά вооружённый \конфликт η ένοπλη σύγκρουση, η συμ πλοκή* * *мη σύγκρουση, η διαφοράвооружённый конфли́кт — η ένοπλη σύγκρουση, η συμ πλοκή
-
59 отличие
отличие с 1) η διάκριση 2) (различие) η διαφορά· в \отличие от... σε διάκριση από..., αντίθετα από... ◇ знаки \отличиея τα διακριτικά σήματα* * *с1) η διάκριση2) ( различие) η διαφοράв отли́чие от… — σε διάκριση από..., αντίθετα από…
••зна́ки отли́чия — τα διακριτικά σήματα
-
60 различие
См. также в других словарях:
διαφορά — διαφορά̱ , διαφορά moving hither and thither fem nom/voc/acc dual διαφορά̱ , διαφορά moving hither and thither fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορᾷ — διαφορά moving hither and thither fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… … Dictionary of Greek
διαφόρα — διᾱφόρᾱ , διά ἀφοράω look away from imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) διαφόρᾱ , διά ἀφοράω look away from pres imperat act 2nd sg διαφόρᾱ , διά ἀφοράω look away from pres imperat act 2nd sg (epic) διαφόρᾱ , διά ἀφοράω look away from… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορά — η 1. απουσία κοινών στοιχείων, ομοιοτήτων: Απορώ πώς παντρεύτηκαν, με τόσες διαφορές χαρακτήρα που έχουν. 2. φιλονικία, ασυμφωνία απόψεων: Οι δυο γείτονες αποφάσισαν την επίλυση των διαφορών τους στο δικαστήριο. 3. (μαθημ.), το υπόλοιπο, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφορᾶ — διά ἀφοράω look away from pres subj act 1st sg (doric aeolic) διά ἀφοράω look away from pres ind act 1st sg (doric aeolic) διά ἀφοράω look away from pres subj act 1st sg (epic doric aeolic) διά ἀφοράω look away from pres ind act 1st sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφορα — διάφορος different neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολή — Διάφορα φυσικά φαινόμενα εκδηλώνονται όταν στο χώρο επικαλύπτονται δύο περιοδικές διαταραχές κυματοειδούς τύπου και του αυτού είδους είτε μηχανικής (π.χ. ηχητικά κύματα) είτε ηλεκτρομαγνητικής (π.χ. φωτεινά κύματα) προέλευσης· τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
αεριούχα ποτά — Διάφορα αναψυκτικά που περιέχουν ανθρακικό οξύ. Παράγονται από κιτρικό ή τρυγικό οξύ και σόδα διαλυμένα σε οξυανθρακικό ύδωρ, στα οποία προστίθενται διάφορα αιθέρια έλαια (φυσικά ή τεχνητά) από λεμόνι, πορτοκάλι κλπ. και σιρόπι ζάχαρης. Πολλές… … Dictionary of Greek
διαφορᾶι — διαφορᾷ , διαφορά moving hither and thither fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφοράν — διαφορά̱ν , διαφορά moving hither and thither fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)