-
101 солидус
η γραμμή/θερμοκρασία πέρατος τηςστερεοποίησης/κρυσταλλοποίησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > солидус
-
102 спираль
η έλικα, η σπειροειδής γραμμήразг. το σπιράλ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спираль
-
103 стрежень
(быстрина) η γραμμή της μεγίστης ταχύτητας (ροής του ποταμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стрежень
-
104 строка
η σειρά, η γραμμή, красная - η αρχή της παραγράφουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > строка
-
105 таль
το σύσπαστο, το πολύσπαστο, το παλάγκοэлектрическая - ηλεκτρικό -.тальвег το φαράγγι, το χαμηλότερο μέρος/τμήμα της κοιλάδαςη γραμμή συνδέουσα τα χαμηλότερα σημεία (της ποταμοκοι-λάδας, του φαραγγιού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таль
-
106 топливопровод
ο αγωγός/η γραμμή καυσίμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > топливопровод
-
107 трасса
η γραμμή, το δρομολόγιοвоздушная - ο εναέριος διάδρομος, αεροπορική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трасса
-
108 трубопровод
ο (σωλην)αγωγόςη σωλήνωση, η γραμμή σωληνώσεωντο δίκτυο σωληνώσεωνбалластный мор. - έρματοςкабельный - καλωδίων, конденсаторный - συμπυκνώματοςприёмно-от-ливной мор. - αναρρόφησης-εξαγωγήςприёмный - забортной воды мор. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερού της θάλασσαςсточный - ο οχετός, ο υπόνομοςшпигатный - мор. τοδίκτυο των μπουνιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трубопровод
-
109 фронт
το μέτωποη γραμμήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фронт
-
110 черта
1. (линия) η γραμμήкурсовая мор. - πορείας2. (граница, предел) τοόριο, τα πλαίσια, το σύνορο 3. (признак,свойство, качество) το χαρακτηριστικό, τογνώρισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > черта
-
111 шпринг
мор. о πλαγιοδέτης, η γραμμή πρόσδεσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпринг
-
112 штрих
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штрих
-
113 штрихпунктир
η γραμμή μακρόν-βρα-χύ-μακρόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штрихпунктир
-
114 электролиния
η ηλεκτρική γραμμή, η ηλεκτρική καλωδίαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электролиния
-
115 авиалиния
авиалинияж ἡ ἀεροπορική γραμμή. -
116 береговой
берегов||о́йприл ἐπάκτιος, παράκτιος, παράλιος / παραποτάμιος, παρόχθιος (у берегов реки):\береговойая ли́ния ἡ ἐπάκτιος γραμμή; \береговойо́е судоходство ἡ ἀκτοπλοΐα; \береговойая артиллерия τό ἐπάκτιο[ν] πυροβολικό[ν]; \береговойая оборо́иа ἡ παράκτιος ἄμυνα; \береговойа́я охрана ἡ ἀκτοφυλακή. -
117 ватерлиния
ватерлинияж мор. ἡ ἰσαλος, ἡ ἰσαλος γραμμή. -
118 вереница
вереницаж ἡ γραμμή, ἡ σειρά, ἡ ἀράδα:\вереница событий σειρά γεγονότων. -
119 водораздел
водоразделм геогр. ἡ γραμμή διαχωρισμού των ὑδάτων. -
120 воображаемый
вообра||жаемыйприл ὑποτιθέμενος, φανταστικός, ίδεατός:\воображаемыйжаемая линия мат ἡ νοητή γραμμή.
См. также в других словарях:
γραμμῇ — γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — stroke fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
γραμμή — η 1. (γεωμ.), επίπεδο σχήμα που έχει μία μόνο διάσταση, το μήκος: Ευθεία γραμμή. – Τεθλασμένη γραμμή. 2. όριο υπαρκτό ή ιδεατό ανάμεσα σε δύο εκτάσεις: Η γραμμή του ορίζοντα. 3. σειρά λέξεων, αράδα: Τόσα χρόνια που λείπει δε μου έγραψε ούτε μια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμή των τροπών ή των ηλιοστασίων — (Αστρον.). Η διάμετρος EE’ της εκλειπτικής που είναι κάθετη στη γραμμή των ισημερινών, τη γραμμή δηλαδή που ενώνει τα δύο ισημερινά σημεία γ και Γ’. Τα σημεία Ε και E’ διακρίνονται μεταξύ τους από το ότι η απόκλιση του Ήλιου στο βόρειο σημείο Ε… … Dictionary of Greek
γραμμή των συνδέσμων — (Αστρον.).Η ευθεία κατά την οποία το επίπεδο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος τέμνει το κύριο επίπεδο, που περνάει από το κεντρικό σώμα. Το κέντρο της ουράνιας σφαίρας βρίσκεται στο κεντρικό σώμα και τα σημεία που η γ. των σ. τέμνει την ουράνια… … Dictionary of Greek
ίσαλος γραμμή — Η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με τα τοιχώματα του πλοίου, υπό κανονικές συνθήκες πλεύσης και ευστάθειας … Dictionary of Greek
γραμμῆι — γραμμῇ , γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμαῖς — γραμμή stroke fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμαῖσι — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμαῖσιν — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)