-
61 глиссада
1. (траектория снижения) η τροχιά (καθόδου) 2. (луч, образуемый глис-садным передатчиком) η γραμμή (της καθόδου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глиссада
-
62 директриса
мат. η διευθένουσα, η οδηγήτρια ή διευθύντρια/διευθένουσα γραμμήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > директриса
-
63 док
1. мор. η δεξαμενή, η νηοδόχη, το κρηπίδωμα, разг. о ντόκος (ξεν.) 2. (судоре-монт, судостроение) η δεξαμεν/ήο ντόκος (ξεν.)диаметральная линия - а διαμήκης κεντρική γραμμή της - ής, ставить (судно) в - εισάγω (το πλοίο) στη -, δεξαμενίζωсудостроительный - τοναυπηγείο, των ναυπηγικών κατασκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > док
-
64 дробь
1. (число, состоящее из частей единицы) το κλάσμα-и с общим{}одинаковым{} знаменателем ομώνυμα - ταнеправильная - νοθό -, καταχρηστικό -простая - απλό -, κοινό -2. (косая черта дроби) η κάθετοςη (λοξή) γραμμή του κλάσματος3. (металличе-ская) (лит.) το σφαιρίδιοсвинцовая - από μόλυβδο/από μολύβιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дробь
-
65 занимать
I. 1. (какое-л. пространство) καταλαμβάνω, πιάνω, κρατώ 2. (запол-нить какой-л. промежуток времени, продлиться) κρατώ, παίρνω 3. (дать какое-л. занятие, дело, работу) απασχολώ, δίνω/προσφέρω δουλειά II.(брать на время, взаймы) δανείζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > занимать
-
66 зигзаг
(ломаная линия) η τεθλασμένη (γραμμή), το ζιγκ-ζάγκ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зигзаг
-
67 зуммирование
(свист в линии передачи) το σφύριγμα (στη γραμμή επικοινωνίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зуммирование
-
68 изобара
(метео, геофиз.) η ισοβαρής καμπύλη, η γραμμή ίσων ατμοσφαιρικών πιέσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изобара
-
69 изобата
геогр. η ισοβαθής (γραμμή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изобата
-
70 изогиета
(метео) η ισοϋετική (γραμμή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изогиета
-
71 изоглосса
лингв. η ισόγλωσσα (η γραμμή σε γλωσσικό διαλεκτικό χάρτη, που ενώνει περιοχές με ίδια γλωσσικά φαινόμενα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изоглосса
-
72 изодинама
(геофиз.) η ισοδυναμική γραμμή (του μαγνητικού πεδίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изодинама
-
73 изолиния
(геофиз.) η ισομετρική γραμμή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изолиния
-
74 изопьеза
η ισοπιεστική ισοβαρής γραμμή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изопьеза
-
75 изосейста
(геофиз.) η ισόσειστος (γραμμή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изосейста
-
76 изотера
(геогр) η ισοθέρεια γραμμή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изотера
-
77 индекс
ο δείκτης, ο αριθμός- отсчёта курса неподвижный (в радиомагнитном индикаторе планово-навигационном приборе и т.п.) η σταθερή γραμμή πορείας (σε όργανα ναυσιπλοΐας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индекс
-
78 колея
1. (ширина железнодорожного пути) το εύρος/πλάτος της σιδηροδρομικής γραμμής 2. (линия пути) η σιδηρογραμμική γραμμή, η τροχιά 3. (след от транспорта) το ίχνος του τροχού (του μεταφορικού μέσου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колея
-
79 ликвидус
η γραμμή έναρξης της στερεοποίησης (του μετάλλου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ликвидус
-
80 ломаная
(линия) η τεθλασμένη (γραμμή)·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ломаная
См. также в других словарях:
γραμμῇ — γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — stroke fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
γραμμή — η 1. (γεωμ.), επίπεδο σχήμα που έχει μία μόνο διάσταση, το μήκος: Ευθεία γραμμή. – Τεθλασμένη γραμμή. 2. όριο υπαρκτό ή ιδεατό ανάμεσα σε δύο εκτάσεις: Η γραμμή του ορίζοντα. 3. σειρά λέξεων, αράδα: Τόσα χρόνια που λείπει δε μου έγραψε ούτε μια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμή των τροπών ή των ηλιοστασίων — (Αστρον.). Η διάμετρος EE’ της εκλειπτικής που είναι κάθετη στη γραμμή των ισημερινών, τη γραμμή δηλαδή που ενώνει τα δύο ισημερινά σημεία γ και Γ’. Τα σημεία Ε και E’ διακρίνονται μεταξύ τους από το ότι η απόκλιση του Ήλιου στο βόρειο σημείο Ε… … Dictionary of Greek
γραμμή των συνδέσμων — (Αστρον.).Η ευθεία κατά την οποία το επίπεδο της τροχιάς ενός ουράνιου σώματος τέμνει το κύριο επίπεδο, που περνάει από το κεντρικό σώμα. Το κέντρο της ουράνιας σφαίρας βρίσκεται στο κεντρικό σώμα και τα σημεία που η γ. των σ. τέμνει την ουράνια… … Dictionary of Greek
ίσαλος γραμμή — Η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με τα τοιχώματα του πλοίου, υπό κανονικές συνθήκες πλεύσης και ευστάθειας … Dictionary of Greek
γραμμῆι — γραμμῇ , γραμμή stroke fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμαῖς — γραμμή stroke fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμαῖσι — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμαῖσιν — γραμμή stroke fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)