-
1 акцепт
1. фин. (действие) η αποδοχή (της προσφοράς)η παραλαβή, η παραδοχή των όρων της συμφωνίας2. (юр., фин.) (документ) το πιστοποιητικό παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акцепт
-
2 акцептование
η αποδοχή, η παραλαβήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акцептование
-
3 приёмка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приёмка
-
4 признание
1. (утверждение на право существования, согласие на придание законной силы) η αναγνώριση, η διαπίστωση 2. (слова признающегося в чём-л.) η ομολογία 3. (положительная оценка, известность) η αναγνώριση, η παραδοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > признание
-
5 принятие
η αποδοχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > принятие
-
6 устойчивость
1. (неизменность, постоянность) η σταθερότηταη ευστάθεια-кадра кфт. - της εικόναςпоперечная - ав. εγκάρσια -продольная - ав. διαμήκης -2. (невосприимчивость к воздействиям) η σταθερότητα, η μη αποδοχή της επίδρασης, η αντοχή 3. (способность твердо стоять, держаться, не колеблясь, не падая) η σταθερότητα, η ευστάθεια 4. (жёсткость конструкции) η στιβαρότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устойчивость
-
7 акцепт
акцептм фин. ἡ ἀποδοχἡ. -
8 допущение
допущениес (предположение) ἡ παραδοχή, ἡ ἀποδοχή, ἡ £>πόθεση [-ις]. -
9 оклад
окладм ὁ μισθός, τό μηνιάτικο, ἡ ἀποδοχή. -
10 прием
приемм1. ήλήψη [-ις], ἡ παραλαβή, ἡ ἀποδοχή:\прием пи́сем (посылок) ἡ λήψη ἐπιστολών (δεμάτων)· \прием раднограмм ἡ παραλαβή ραδιοτηλεγραφημάτων2. (в организацию и т. ἡ.) ἡ είσδοχή, ἡ ἐγγραφη:\прием в партию ἡ ἐγγραφη στό κόμμα, ἡ είσδοχή στό κόμμα·3. (гостей, посетителей и т. п.) ἡ ὑποδοχή, ἡ ἀκ-ρόαση [-ις] / ἡ ἐπίσκεψη [-ις] (у врача):часы \приема ὠραι ἀκροάσεως· оказать хороший \прием ὑποδέχομαι καλα· устроить \прием ὁργανώνω δεξίωση·4. (лекарства) ἡ λήψη [-ις] / ἡ δόση [-ις] (доза)·5. (способ) ὁ τρόπος, ἡ μέθοδος:ораторский \прием τό ρητορικό σχήμα· художественный \прием ὁ καλλιτεχνικός τρόπος, ἡ καλλιτεχνική μέθοδος· ◊ в один \прием μονοκοπανιά· в два \приема σέ δυό δόσεις, δυό φορές. -
11 оклад
[ακλάντ] οοσ. α μισθός, αποδοχή -
12 оклад
[ακλάντ] ουσ α μισθός, αποδοχή -
13 допущение
-я ουδ.1. άδεια εισόδου.2. άδεια, δικαίωμα συμμετοχής.3. παραδοχή, αποδοχή, υπόθεση. -
14 неприятие
-я ουδ. (γραπ. λόγος) η μη αποδοχή (γνώμης, άποψης κ.τ.τ.). -
15 санкция
-и θ.1. (νομ.)επικύρωση.2. κύρωση, μέτρα τιμωρίας.3. έγκριση• αποδοχή.
См. также в других словарях:
ἀποδοχή — receiving back fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδοχή — η 1. το να δεχτεί κανείς κάτι που του προσφέρουν ή του στέλνουν: Η αποδοχή των προσφερόμενων από κάποιον χρειάζεται πολλή σκέψη. 2. έγκριση, συγκατάθεση: Η αποδοχή ή όχι των προτάσεών σας απαιτεί μελέτη τους. 3. «αποδοχή συναλλαγματικής», ανάληψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποδοχή — η (AM ἀποδοχή) [αποδέχομαι] 1. το να γίνεται δεκτό κάτι που επιστρέφεται, η παραλαβή 2. η παραδοχή, η συγκατάθεση νεοελλ. στον πληθ. οι αποδοχές το σύνολο της αμοιβής υπαλλήλου (μισθός, επιμίσθιο, επιδόματα) αρχ. 1. η επιδοκιμασία 2. η ευνοϊκή… … Dictionary of Greek
ἀποδοχῇ — ἀποδοχῆι , ἀποδοχεύς keeper of archives masc dat sg (epic ionic) ἀποδοχή receiving back fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοχαῖς — ἀποδοχή receiving back fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοχήν — ἀποδοχή receiving back fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κλεπταποδοχή — Η σκόπιμη απόκρυψη, αγορά, κτήση με τύπο ενεχύρου ή αποδοχή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και η μεταβίβαση ή η εξασφάλιση της κατοχής από μέρους τρίτου ενός κινητού πράγματος ή τιμήματος αυτού, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από κλοπή. Ο… … Dictionary of Greek
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek