Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η+αποβολή

  • 21 выкинуть

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. выкидать.
    2. βγάζω, κινώ προς τα μπρος, προβάλλω.
    (ναυτ.) σηκώνω, υψώνω•

    -ли красный флаг о помощи σήκωσαν κόκκινη σημαία για βοήθεια.

    3. αναδίδω, βγάζω, πετώ, ρίχνω (φύτρα, βλαστούς κ.τ.τ.) εκφύω.
    4. (απλ.) αποβάλλω, κάνω αποβολή, το ρίχνω.
    5. βγάζω για πούλημα•

    выкинуть товар на рынок ρίχνω εμπόρευμα στην αγορά.

    6. χαριεντολογώ, καλαμπουρίζω, αστειολογώ.
    εκφρ.
    выкинуть из головы, из сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι., την καρδιά τη μνήμη (ξεχνώ, λησμονώ).
    (απλ.) ρίχνομαι, πετάγομαι, πηδώ έξω•

    сумашедший -лся из окна ο τρελλός ρίχτηκε από το παραθύρι.

    || ξεπετιέμαι•

    -лся столб дыма ξεπετάχτηκε στήλη καπνού.

    || (απρόσ.) λαχαίνω, πέφτει ο κλήρος, ο λαχνός.

    Большой русско-греческий словарь > выкинуть

  • 22 выключка

    θ. παλ. αποβολή, διώξιμο.

    Большой русско-греческий словарь > выключка

  • 23 исключение

    ουδ.
    1. αποκλειση, -σμός• εξαίρεση• διαγραφή.
    2. αποβολή, διώξιμο.
    εκφρ.
    в виде -я – σαν εξαίρεση, κατ εξαίρεση•
    без -я – χωρίς εξαίρεση•
    за исключение – εκτός,πλην, εξαιρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > исключение

  • 24 исторжение

    ουδ.
    αποβολή, διώξιμο, αποπομπή•

    исторжение преступников из общества εκδίωξη των εγκληματιών από την κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > исторжение

  • 25 ломка

    θ.
    1. σπάσιμο, θραύση, -ιμο, τσάκισμα.
    2. γκρέμισμα, κατεδάφιση, χάλασμα.
    3. εξόρυξη.
    4. αλλαγή•

    ломка характера αλλαγή χαρακτήρα.

    || αποβολή, απόρριψη, μη παραδοχή•

    старого быта απόρριψη του παλαιού τρόπου ζωής.

    5. τόπος εξόρυξης•

    каменная ломка λατομείο, νταμάρι, πετροκοπειό•

    мраморная ломка μαρμαρω-ρυχείο, νταμάρι.

    6. μτφ. μεταρρύθμιση.

    Большой русско-греческий словарь > ломка

  • 26 рассеивание

    ουδ.
    1. σπορά, σπάρσιμοδιασπορά.
    2. σκόρπισμα, διάχυση. || διάλυστδιασκόρπισμα.
    3. αποβολή, διώξιμο (στενοχίριας, θλίψης κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > рассеивание

  • 27 сбрасывание

    ουδ.
    1. κατάρριψη.
    2. στρατ. απώθηση.
    3. γκρέμισμα, αποτίναξη.
    4. αφαίρεση• βγάλσιμο.
    5. αποβολή, διώξιμο.
    6. χαμήλωμα, κατέβασμα• λιγόστεμα, μείωση, ελάττωση.

    Большой русско-греческий словарь > сбрасывание

  • 28 увольнение

    ουδ.
    απόλυση, διώξιμο• αποστράτευση• αποβολή (από εκπαιδ. ίδρυμα).
    εκφρ.
    получить увольнение – παίρνω στρατιωτικό απολυτήριο.

    Большой русско-греческий словарь > увольнение

  • 29 удаление

    ουδ.
    1. απομάκρυνση, ξεμάκρε-μα• αλάργεμα.
    2. εκδίωξη, διώξιμο• αποβολή•

    -из класса διώξιμο από τη (σχολική) τάξη.

    3. εξαγωγή, βγάλσιμο•

    удаление зуба το βγάλσιμο του δοντιού•

    удаление пятна το βγάλσιμο του λεκέ.

    || αποφυγή• ξέκομμα•

    удаление от друзей ξέκομμα από τους φίλους.

    4. μακρινά μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > удаление

  • 30 устранение

    ουδ.
    1. απομάκρυνση, άρση, αφαίρεση• εξάλειψη•

    устранение препятствий άρση των εμποδίων•

    επιδιόρθωση, θεραπεία•

    устранение аварии θεραπεία βλάβης.

    2. απομάκρυνση (από κατεχόμενη θέση), αποβολή• διώξιμο, απόλυση.

    Большой русско-греческий словарь > устранение

  • 31 Forfeiture

    subs.
    Confiscation: P. δήμευσις, ἡ.
    Loss: P. ἀποβολή, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Forfeiture

  • 32 Sacrifice

    subs.
    P. and V. θυσία, ἡ, θῦμα, τό; see also Rite, Slaughter.
    Victim: P. and V. θῦμα, τό. σφγιον, τό (generally pl.), Ar. and P. ἱερεῖον, τό, Ar. and V. σφαγεῖον, τό, V. θύος, τό, θυτήριον, τό, πρόσφαγμα, τό χρηστήριον, τό; see Victim.
    For account of sacrifice see Eur., Electra, 800 to 838.
    Fit for sacrifice ( of a beast), adj.: Ar. θσιμος.
    Burnt offering: V. ἔμπυρα, τά.
    Initiatory sacrifice: P. and V. προτέλεια, τά (Plat.), Ar. προθματα, τά.
    Make sacrifice: P. and V. θειν, P. ἱερὰ ποιεῖν, ἱεροποιεῖν, V. ῥέζειν, θυηπολεῖν (also Plat. but rare P.).
    Make rich sacrifice: V. πολυθύτους τεύχειν σφαγάς (Soph., Tr. 756).
    Sacrifices at crossing (a river, etc.): P. διαβατήρια, τά (Thuc. 5, 54).
    Obtain favourable omens in a sacrifice, v.: Ar. and P. καλλιερεῖσθαι.
    The flame of sacrifice: V. θυηφγος φλόξ ἡ (Æsch., Ag. 597).
    The altar of sacrifice: V. δεξμηλος ἐσχρα ἡ (Eur., And. 1138).
    On the altar of sacrifice: Ar. βουθύτοις ἐπʼ ἐσχάραις (Av. 1232).
    The town is filled with sacrifices by my seers to rout the enemy and the city: V. θυηπολεῖται δʼ ἄστυ μάντεων ὕπο τροπαῖα τʼ ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (Eur., Heracl. 401).
    On days of sacrifice: V. βουθύτοις ἐν ἤμασι (Æsch., Choe. 261).
    Magistrates who look after sacrifices: P. ἱεροποιοί, οἱ.
    The reek of sacrifice: Ar. ἱερόθυτος καπνός, ὁ; see Reek.
    met., loss: P. ἀποβολή, ἡ.
    You alone of the Greeks ought to make this sacrifice for us: P. ὀφείλετε μόνοι τῶν Ἑλλήνων τοῦτον τὸν ἔρανον (Isoc. 307E).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. θειν (υ Eur., El. 1141), V. σφάζειν, ἐκθειν, ῥέζειν, ἔρδειν.
    Have sacrificed: P. and V. θύεσθαι (mid.).
    Sacrifice after: V. ἐπισφάζειν.
    Sacrifice before: P. and V. προθύειν, V. προσφάζειν.
    Sacrifice over: V. ἐπισφάζειν (τινά τινι).
    Sacrifice with another: P. and V. συνθύειν (absol. or dat.).
    absol., do sacrifice: see under sacrifice, subs.;
    Sacrifice bulls: V. ταυροκτονεῖν.
    Sacrifice sheep: Ar. and V. μηλοσφαγεῖν.
    Sacrifice oxen: V. βουσφαγεῖν, Ar. and V. βουθυτεῖν.
    met., give up ( persons or things): P. and V. προδδοναι, P. προΐεσθαι.
    Give up ( things): P. and V. προπνειν.
    Expend: P. and V. ναλίσκειν.
    Lose: Ar. and P. ποβάλλειν.
    Sacrifice ( one thing to another): P. ὕστερον νομίζειν (τι πρός τι), V. ἱστναι (τι ὄπισθέ τινος).
    I did not sacrifice the rights of the many to the favour of the few rich: P. οὐ τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαια εἱλόμην (Dem. 263).
    Sacrificing the welfare of your country to the delight and gratification of hearing scandal: P. τῆς ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδονῆς καὶ χάριτος τὸ τῆς πόλεως συμφέρον ἀνταλλασσόμενοι (Dem. 273).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sacrifice

  • 33 diskalifiye

    αποκλεισμός, αποβολή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > diskalifiye

  • 34 ihraç

    εξαγωγή, διαγραφή, αποβολή, έξωση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ihraç

  • 35 kovma

    διωγμός, διώξιμο εκδίωξη απόπομπή, αποβολή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kovma

  • 36 avortement

    1) έκτρωση
    2) αποτυχία
    3) αποβολή
    4) άμβλωση
    5) αποτυχία

    Dictionnaire Français-Grec > avortement

  • 37 neúspěch

    1) άμβλωση
    2) αποβολή
    3) αποτυχία
    4) έκτρωση

    Česká-řecký slovník > neúspěch

  • 38 nezdar

    1) άμβλωση
    2) αποβολή
    3) αποτυχία
    4) έκτρωση

    Česká-řecký slovník > nezdar

  • 39 potrat

    1) άμβλωση
    2) αποβολή
    3) έκτρωση

    Česká-řecký slovník > potrat

  • 40 expulsion

    1) απέλαση
    2) αποβολή

    English-Greek new dictionary > expulsion

См. также в других словарях:

  • ἀποβολή — throwing away fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποβολή — η 1. διώξιμο, αποπομπή: Ο μαθητής τιμωρήθηκε με αποβολή. 2. βγάλσιμο, αφαίρεση: Η αποβολή των κακών συνηθειών δεν είναι κάτι εύκολο. 3. χάσιμο, απώλεια: Η αποβολή της ντροπής οδηγεί σ αυτό το χάλι. 4. πρόωρος τοκετός: Ήταν δύο μηνών, αλλά έκαμε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποβολή — Η απόρριψη, η απώλεια, το χάσιμο· η άμβλωση, ο πρόωρος τοκετός. Α. λέγεται επίσης η απαγόρευση φοίτησης μαθητή σε σχολείο και ενέχει τον χαρακτήρα πειθαρχικής τιμωρίας. Η α. αυτή μπορεί να είναι προσωρινή ή οριστική. Α. επιβάλλεται και από τις… …   Dictionary of Greek

  • ἀποβολῇ — ἀποβολῆι , ἀποβολεύς one who has lost masc dat sg (epic ionic) ἀποβολή throwing away fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβολῆ — ἀποβολεύς one who has lost masc nom/voc/acc dual ἀποβολεύς one who has lost masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβολαῖς — ἀποβολή throwing away fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβολαί — ἀποβολή throwing away fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβολήν — ἀποβολή throwing away fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβολῶν — ἀποβολή throwing away fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμορρύθμιση — Φυσιολογική λειτουργία που επιτρέπει στον οργανισμό να διατηρεί μία ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην αποβολή της θερμότητας, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος. Ο άνθρωπος και τα ανώτερα ζώα, στα οποία η… …   Dictionary of Greek

  • ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»