Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+αξία

  • 121 заслуга

    заслу́||га
    ж ἡ ὑπηρεσία, ἡ ἀξία:
    вы-дайщиеся \заслугаги ἐξαιρετικές ὑπηρεσίες· ставить себе в \заслугагу θεωρώ ἐπιτυχία μου, θεωρώ ὑπηρεσία μου· получать по \заслугагам а) (о возмездии) παίρνω αὐτό πού μοῦ ἀξίζει, б) (о награде, поощрении и т. п.) ἀνταμείβομαι σύμφωνα μέ τίς ὑπηρεσίες μου· каждому по \заслугагам στον καθένα ὅπως τοδ ἀξίζει.

    Русско-новогреческий словарь > заслуга

  • 122 заслуженный

    заслу́||женный
    1. прич. от заслужить·
    2. прил ἐπάξιος, δικαιολογημένος, κερδισμένος μέ τήν ἀξία:
    \заслуженныйженный упрек ἡ δικαιολογημένη μομφή·
    3. (о звании) διακεκριμένος, τιμημένος:
    \заслуженныйженный артист (деятель науки) διακεκριμένος ἡθοποιός (επιστήμονας).

    Русско-новогреческий словарь > заслуженный

  • 123 знать

    зна||ть I
    несов
    1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:
    \знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·
    2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:
    \знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·
    3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:
    \знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.
    знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες.

    Русско-новогреческий словарь > знать

  • 124 значимость

    значимость
    ж ἡ σημασία / ἡ σπουδαι-ότητα [-ης], ἡ σημαντικότητα[ης], ἡ ἀξία (важность).

    Русско-новогреческий словарь > значимость

  • 125 золотник

    золотник I
    м τό ζολοτνίκ (ρωαικόν μέτρον βάροος = 4,26 γραμμάρια)· ◊ мал \золотник, да дорогу μικρό πράγμα μέ πολύ ἀξία.
    золотник II
    м тех. ὁ ἀτμονομέας, ὁ ἀτμοσύρτης.

    Русско-новогреческий словарь > золотник

  • 126 курс

    курс
    м
    1. (направление) ἡ πορεία, ἡ ρότα / перен ἡ κατεύθυνση [-ις], ἡ διεύ-θυνση [-ις]:
    \курс на север πορεία προς βορ-ραν взять \курс на что-л. перен ἀρχίζω κάτι· менять \курс ἀλλάζω πορεία·
    2. (учебный) ἡ διδασκαλία, ἡ σειρά μαθημάτων / τό ἐτος (год обучения):
    \курс лекций ἡ σειρά παραδόσεων студент третьего \курса ὁ τριτοετής φοιτητής· окончить \курс в университете τελειώνω τό πανεπιστήμιο·
    3. (учебник) τό ἐγχειρίδιο[ν]:
    краткий \курс ἡ ἐπιτομή·
    4. мед.:
    \курс лечения ἡ θεραπεία, ἡ κούρα·
    5. эк. (валюты и т, п.) ἡ ἀξία, ἡ τιμή:
    биржевой \курс ὁ£ τιμές τοῦ χρηματιστηρίου· ◊ быть в \курсе дела εἶμαι ἐνήμερος, εἶμαι γνώστης τῶν πραγμάτων вводить в \курс κατατοπίζω, ἐνημερώνὠ держать в \курсе событий κρατώ ἐνήμερο τῶν γεγονότων.

    Русско-новогреческий словарь > курс

  • 127 меновой

    менов||ой
    прил эк. τής ἀνταλλαγής, ἀνταλλακτικός:
    \меновойая сто́имоаь ἡ ἀνταλλακτική ἀξία.

    Русско-новогреческий словарь > меновой

  • 128 нарицательный

    нарицательн||ый
    прил
    1. як. ὁνομαστικός:
    \нарицательныйая стоимость ἡ ὁνομαστική ἀξία·
    2. грам.:
    имя \нарицательныйое τό κοινό ὀνομα, τό προσηγορικό[ν].

    Русско-новогреческий словарь > нарицательный

См. также в других словарях:

  • ἀξία — ἀξίᾱ , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc/acc dual ἀξίᾱ , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱ , ἀξία worth fem nom/voc/acc dual ἀξίᾱ , ἀξία worth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱ , ἀξιάω Hoffmann Inscr.… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξίᾳ — ἀξίᾱͅ , ἄξιος counterbalancing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀξίαι , ἀξία worth fem nom/voc pl ἀξίᾱͅ , ἀξία worth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • αξία — η 1. το τίμημα, η τιμή κάποιου πράγματος: Το σπίτι αυτό σήμερα έχει μεγάλη αξία. 2. το σύνολο των ιδιοτήτων που κάνουν ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα σπουδαίο, σημαντικό: Η βιομηχανία έχει μεγάλη αξία για μια χώρα. 3. «κινητές αξίες» ή μόνο «αξίες», οι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄξια — ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπελθόντων τῶν ὀμμάιων τὰ τὴς μνήμης ἄξια ἐκ τοῦ νοῦ ῥάδιως ἐκφεύγει. — См. С глаз долой из памяти вон …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀξίας — ἀξίᾱς , ἄξιος counterbalancing fem acc pl ἀξίᾱς , ἄξιος counterbalancing fem gen sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱς , ἀξία worth fem acc pl ἀξίᾱς , ἀξία worth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱς , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξίαν — ἀξίᾱν , ἄξιος counterbalancing fem acc sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱν , ἀξία worth fem acc sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱν , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ξίᾱν , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξίαι — ἀξίᾱͅ , ἄξιος counterbalancing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀξία worth fem nom/voc pl ἀξίᾱͅ , ἀξία worth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιῶν — ἀξία worth fem gen pl ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act masc voc sg ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act neut nom/voc/acc sg ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀξιόω think pres part act masc voc sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄξι' — ἄξια , ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc pl ἄξιε , ἄξιος counterbalancing masc voc sg ἄξιαι , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc pl ἄ̱ξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἄξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»