-
21 αξία
1) mérite2) valeur -
22 αξία
1) wartość (f) rzecz.2) zaleta (f) rzecz.3) zasługa (f) rzecz. -
23 αξία
1) bonita2) cena3) důležitost4) hodnota5) zásluha -
24 αξία
1) merit2) valueΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αξία
-
25 ἀπ-αξία
ἀπ-αξία, ἡ, Unwürdigkeit, das sittlich Schlechte bei den Stoikern, Stob. ecl. phys. 2 p. 142.
-
26 ἀν-αξία
-
27 Κανένα αγαθό δεν έχει αξία άμα χάσεις την υγεία
Κάλλιο φτωχός υγιής, παρά πλούσιος άρρωστος– Κανένα αγαθό δεν έχει αξία άμα χάσεις την υγεία• Здоровье дороже денег• Деньги потерял – ничего не потерял, время потерял – много потерял, здоровье потерял – все потерял• Здоров будешь – все добудешьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κανένα αγαθό δεν έχει αξία άμα χάσεις την υγεία
-
28 προστιθέμενη αξία
el valor afegit -
29 θρεπτική αξία
хранлива вредноcтГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > θρεπτική αξία
-
30 πολιτισμική αξία
цивилизациcка вредноcтГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > πολιτισμική αξία
-
31 αξίως
άξια / αξίως επίρρ.достойно -
32 kıymet
αξία -
33 paha
αξία, κόστος -
34 paye
αξία, σπουδαιότητα, τιμή -
35 mérite
αξία -
36 bonita
αξία -
37 hodnota
αξία -
38 zásluha
αξία -
39 merit
αξία -
40 zasługa
αξία
См. также в других словарях:
ἀξία — ἀξίᾱ , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc/acc dual ἀξίᾱ , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱ , ἀξία worth fem nom/voc/acc dual ἀξίᾱ , ἀξία worth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱ , ἀξιάω Hoffmann Inscr.… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξίᾳ — ἀξίᾱͅ , ἄξιος counterbalancing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀξίαι , ἀξία worth fem nom/voc pl ἀξίᾱͅ , ἀξία worth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… … Dictionary of Greek
αξία — η 1. το τίμημα, η τιμή κάποιου πράγματος: Το σπίτι αυτό σήμερα έχει μεγάλη αξία. 2. το σύνολο των ιδιοτήτων που κάνουν ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα σπουδαίο, σημαντικό: Η βιομηχανία έχει μεγάλη αξία για μια χώρα. 3. «κινητές αξίες» ή μόνο «αξίες», οι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄξια — ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπελθόντων τῶν ὀμμάιων τὰ τὴς μνήμης ἄξια ἐκ τοῦ νοῦ ῥάδιως ἐκφεύγει. — См. С глаз долой из памяти вон … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀξίας — ἀξίᾱς , ἄξιος counterbalancing fem acc pl ἀξίᾱς , ἄξιος counterbalancing fem gen sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱς , ἀξία worth fem acc pl ἀξίᾱς , ἀξία worth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱς , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξίαν — ἀξίᾱν , ἄξιος counterbalancing fem acc sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱν , ἀξία worth fem acc sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱν , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ξίᾱν , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξίαι — ἀξίᾱͅ , ἄξιος counterbalancing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀξία worth fem nom/voc pl ἀξίᾱͅ , ἀξία worth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιῶν — ἀξία worth fem gen pl ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act masc voc sg ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act neut nom/voc/acc sg ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀξιόω think pres part act masc voc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄξι' — ἄξια , ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc pl ἄξιε , ἄξιος counterbalancing masc voc sg ἄξιαι , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc pl ἄ̱ξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἄξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)