-
81 инерция
-
82 маниловщина
-ы θ.αδιαφορία, απάθεια, ψυχική αναισθησία.. -
83 наплевательский
επ.τελείως αδιάφορος, ζαμανφουτίστικος•-ое отношение к делу πλήρης αδιαφορία για την υπόθεση.
-
84 напускной
επ.προσποιητός• φτιαχτός τεχνητός•-бе спокойствие φαινομενική γαλήνη•
-ая веслость προσποιητή χαρά•
-ое равнодушие προσποιητή αδιαφορία.
-
85 нарочитый
επ., βρ: -чит, -а, -оσκόπιμος, θεληματικός, με πρόθεση•-ое безразличие η σκόπιμη αδιαφορία•
-ая холодность σκόπιμη ψυχρότητα.
-
86 небережливый
επ., βρ: -лив, -а, -о;φιλότιμος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμικος, γενναιόδωρος•небережливый человек κουβαρντάς•
-ое отношение к вещам αδιαφορία για τα πράγματα.
-
87 небрежность
-и θ.1. ολιγωρία, αμέλεια, αδιαφορία χαλαρότητα. || αφροντισιά, αμερημνησία, ραθυμία. || τσαπατσουλιά, ατασθαλία.2. εγκατάλειψη, παράτημα. -
88 незаинтересованность
-и θ.αδιαφορία. -
89 незанимательность
-и θ.αδιαφορία,έλλειψη ενδιαφέροντος. -
90 нерадение
-я ουδ.παλ. αμέλεια, απροθυμία, ραθυμία, αδιαφορία, ολιγωρία•уволить со службы за нерадение απολύω από την υπηρεσία για ολιγωρία.
-
91 он
он 1его, ему, его, им, о нём (στις πλάγιες πτώσεις παίρνει στην αρχή το γράμμα Η, αν βρίσκεται μετά τις προθέσεις: от него, к нему, на него, с ним, о нём), προσ. αντων. 3ου προσώπου καθώς και κτητ. αντωνυμία αυτός•он читает αυτός διαβάζει•
его дом το σπίτι του•
за ним μετά (πίσω) απ αυτόν•
он сам αυτός ο ίδιος.
|| (σε συνδυασμό με το μόριο вот αποκτά σημ. δεικτικής αντωνυμίας)• αυτός•вот он να αυτός, νάτος•
вот он я εγώ είμαι αυτός, νά με.
|| ως ουσ. ο αγαπητικός, ο ερωμένος ο ήρωας μυθιστορήματος•я ей не он εγώ δεν είμαι ο αυτός της.
εκφρ.пусть (пускай) его – (για αδιαφορία) άφησε τον, άς τον(ε)..он 2άκλ. ουδ. παλ. ονομασία του γράμματος «О». -
92 отношение
-я ουδ.1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.
|| στάση σχέση•б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•
небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.
|| άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•семейные -я οικογενειακές σχέσεις•
дружеские -я φιλικές σχέσεις•
производственные -я παραγωγικές σχέσεις•
в -и σχετικά, ως προς•
общественные -я κοινωνικές σχέσεις•
в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;
γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).3. αλληλοσύνδεση•отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).
4. έκθεση, αναφορά.5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•в прямом -ии ευθέως ανάλογα•
в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.
εκφρ.по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•в -ии – βλ. παραπάνω•по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,. -
93 охлаждение
-я ουδ.1. ψύξη, κρύωμα•охлаждение двигателя ψύξη του κινητήρα.
2. μτφ. ψύχρανση, αδιαφορία, απάθεια. -
94 очерствелость
-и θ.απάθεια, αδιαφορία, αναισθησία, πώρωση. -
95 презрение
-я ουδ.1. περιφρόνηση•отзываться с -ем εκφράζομαι με περιφρόνηση (περιφρονητικά).
2. υποτίμηση, απαξίωση, αδιαφορία•презрение к смерти περιφρόνηση προς το θάνατο.
-
96 пренебрежение
-я ουδ.1. περιφρόνηση• απαξίωση.2. αδιαφορία, παραμέληση. -
97 совершенный
επ., βρ: -шенен, -шнна, -о.1. τέλειος, εντελής, άρτιος• υπέροχος•-ая красота υπέροχη (ολοκληρωμένη) ομορφιά.
2. πλήρης, απόλυτος•-ое равнодушие πλήρης αδιαφορία•
-ое сходство πλήρης (άκρα) ομοιότητα.
|| πραγματικός, γνήσιος.3. παλ. ενήλικος.επ. совершенный вид (γραμμ.) στιγμιαία μορφή του ρήματος (ρ. σ.), μέλλοντας στιγμιαίος, αόριστος, απαρέμφατο. -
98 трава
-ы, πλθ. травы, трав θ. χόρτο, -άρι•кормовые -ы χορτονομή•
сорная трава τα αγριόχορτα• τα ζιζάνια.
|| χλόη, πρασινάδα, το γρασίδι. || πλθ. -ы χόρτα, λάχανα.εκφρ.- ой и как трава – σαν χορτάρι (άνοστο)•хоть не расти – τέλεια αδιαφορία, απάθεια, δεν πα να καίγεται ο κόσμος. -
99 ухо
-а, πλθ. уши, ушей ουδ.1. το αυτί, το ους•у меня болит ухо μου πονά το αυτί•
шум в ушах βουητό στ αυτιά•
глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•
внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•
среднее ухо το μέσο αυτί•
чесать ухо ξύνω το αυτί•
длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.
2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.
3. η βελονότρυπα.4. ακοή•медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•
у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•
музыкальное ухо μουσικό αυτί.
εκφρ.ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•по уши влюбиться (врезаться – κ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν). -
100 халатность
-и θ.χαλαρότητα, αδιαφορία, παραμέληση, ασυνειδησία (στην εκτέλεση καθηκόντων).
См. также в других словарях:
ἀδιαφορία — ἀδιαφορίᾱ , ἀδιαφορία indifference fem nom/voc/acc dual ἀδιαφορίᾱ , ἀδιαφορία indifference fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφορίᾳ — ἀδιαφορίᾱͅ , ἀδιαφορία indifference fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
αδιαφορία — η έλλειψη ενδιαφέροντος, αφροντισιά: Δείχνει αδιαφορία για τη δουλειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαφορίας — ἀδιαφορίᾱς , ἀδιαφορία indifference fem acc pl ἀδιαφορίᾱς , ἀδιαφορία indifference fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
ἀδιαφορίαν — ἀδιαφορίᾱν , ἀδιαφορία indifference fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας … Dictionary of Greek