Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+αγελάδα

  • 41 морской

    επ.
    1. θαλάσσιος, θαλασσινός•

    -ая вода θαλασσινό νερό•

    морской климат θαλάσσιο κλίμα•

    -ое путешествие θαλασσινό ταξίδι•

    морской бой η ναυμαχία•

    -йе животные θαλάσσια ζώα•

    -ая рыба θαλασσινό ψάρι•

    -ое дно ο βυθός της θάλασσας•

    -ое купанье θαλάσσιο λουτρό•

    порт θαλασσινό λιμάνι.

    2. ναυτικός, θαλασσινός•

    морской флот ναυτικός στόλος•

    -ая пехота οι πεζοναύτες•

    морской офицер αξιωματικός ναυτικού•

    -ая милия ναυτικό μίλίο•

    -ая карта ο ναυτικός χάρτης•

    -ое сражение ναυμαχία•

    разбойник πειρατής, κουρσάρος•

    -ое право ναυτικό δίκαιο•

    -ая держава ναυτική δύναμη (κράτος)•

    -ое училище ναυτική σχολή.

    εκφρ.
    - ая болезнь – ναυτία, -ση•
    - ая игла – η βελόνα, σακκοράφα, σύγγναθος (ψάρι)•
    - ая собака – το σκυλόψαρο•
    морской волк – θαλασσόλυκος (ναυτικός έμπειρος και ατρόμητος)•
    - ая корова – αλικόρη, θαλασσινή αγελάδα, δουγκόνγκ•
    - ая змея – θαλασσινό φίδι•
    морской слон – θαλασσινός ελέφαντας•
    морской язык – γλώσσα η κοινή (ψάρι)•
    морской лев – διάφορα είδη φωκιών•
    на дне -ом найти (сыскать); со дна -го достать – να βρεθεί όπου και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας.

    Большой русско-греческий словарь > морской

  • 42 новотёл

    α.
    πρωτοτοκία, πρωτογέννα (για αγελάδα).

    Большой русско-греческий словарь > новотёл

  • 43 новотельная

    επ. (για αγελάδα) πρωτότοκη, που πρώτη φορά γεννά.

    Большой русско-греческий словарь > новотельная

  • 44 обрядить

    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обряженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (διαλκ.) ντύνω γιορτινά, στολίζω.
    2. ταχτοποιώ, διευθετώ, κανονίζω•

    обрядить корову, коня ταχτοποιώ την αγελάδα, το άλογο.

    1. ντύνομαι γιορτινά, στολίζομαι.
    2. ταχτοποιώ, διευθετώ το νοικοκυριό.

    Большой русско-греческий словарь > обрядить

  • 45 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 46 отдоить

    -дою, -доишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отдоенный, βρ: -доен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. (για μικρή ποσότητα)• αρμέγω•

    отдоить стакан молока αρμέγω ένα ποτήρι γάλα.

    2. αποαρμέγω, τελειώνω το άρμεγμα.
    στειρεύω κορο•

    отдоить ва -лась η αγελάδα στείρεψε.

    || τελειώνω το άρμεγμα.

    Большой русско-греческий словарь > отдоить

  • 47 первотёлка

    θ.
    αγελάδα πρωτογενή, πρωτάρα.

    Большой русско-греческий словарь > первотёлка

  • 48 подпустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, επιτρέπω να πλησιάσει•

    его не пущу и к двору δε θα του επιτρέψω ούτε στην αυλή μου να πατήσει•

    телнка к корове αφήνω το μοσχαράκι να πάει (να βυζάξει) στην αγελάδα (στη μάνα του).

    2. ρίχνω, προσθέτω, συμπληρώνω•

    подпустить белил в краску ρίχνω άσπρο χρώμα στη μπογιά•

    подпустить масла в воск ρίχνω λάδι στο κερί.

    3. λέγω, πετώ•

    подпустить шутку λέγω ένα αστείο•

    подпустить иронию λέγω μια ειρωνία.

    Большой русско-греческий словарь > подпустить

  • 49 пырнуть

    -ну, -ншь ρ.σ.μ. (απλ.) χτυπώ•

    пырнуть ножом χτυπώ με το μαχαίρι (μαχαιρώνω)•

    корова его -ла рогами τον χτύπησε η αγελάδα με τα κέρατα.

    Большой русско-греческий словарь > пырнуть

  • 50 растелиться

    -елится ρ.σ. (διαλκ.)• (για αγελάδα.) γεννώ•

    Большой русско-греческий словарь > растелиться

  • 51 симменталка

    θ.
    αγελάδα τετ ο ι ας ράτσας.

    Большой русско-греческий словарь > симменталка

  • 52 споить

    спою, споишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. споенный, βρ: споен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ποτίζω, δίνω να πιει•

    споить корову ποτίζω την αγελάδα.

    2. μεθώ•

    приятели его -ли οι φίλοι τον πότισαν.

    3. συνηθίζω κάποιον στο πιοτί.

    Большой русско-греческий словарь > споить

  • 53 стельная

    βρ: стельна θ. αγελάδα, έγκυα.

    Большой русско-греческий словарь > стельная

  • 54 стельность

    θ.
    (για αγελάδα) εγκυμοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > стельность

  • 55 телиться

    телится
    ρ.δ. γενώ (για αγελάδα, ελαφίνα).

    Большой русско-греческий словарь > телиться

  • 56 увести

    уведу уведшь, παρλθ. χρ. увл, увела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. уведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. уведя ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, οδηγώ, πηγαίνω•

    увести детей домой πηγαίνω τα παιδιά στο σπίτι.

    || βγάζω, οδηγώ•

    след увл меня далеко на реку τα ίχνη (ο τορός) με έβγαλε μακριά στο ποτάμι.

    || μτφ. αποσπώ, τραβώ, έλκω, παρασύρω•

    его образ увл моё воображение далеко в прошлое η μορφή του τράβηξε τη φαντασία μου μακριά στο παρελθόν.

    2. κλέβω, παίρνω•

    на днях -ли нашу корову αυτές τις μέρες μας πήραν τη αγελάδα μας.

    Большой русско-греческий словарь > увести

  • 57 фуражный

    επ.
    ζωοτροφικός, των ζωοτροφιών•

    фуражный фонд κονδύλιο ζωοτροφιών•

    -ое зерно δημητριακά σαν ζωοτροφή.

    εκφρ.
    - ая корова – γαλακτοφόρα αγελάδα.

    Большой русско-греческий словарь > фуражный

  • 58 яловеть

    -еет
    ρ.δ.
    είμαι στείρα, στέρφα (για αγελάδα ή προβατίνα).

    Большой русско-греческий словарь > яловеть

  • 59 яловичный

    επ.
    από στέρφα•

    -ая шкура δέρμα από στέρφα αγελάδα ή προβατίνα•

    -ые сапоги μπότες από δέρμα στέρφας προβατίνας.

    Большой русско-греческий словарь > яловичный

  • 60 яловка

    θ.
    στέρφα προβατίνα ή αγελάδα.

    Большой русско-греческий словарь > яловка

См. также в других словарях:

  • Ἀγελάδα — Ἀγελάδᾱ , Ἀγελάδης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἀγελάδᾱ , Ἀγελάδης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

  • Ἀγελάδαν — Ἀγελάδᾱν , Ἀγελάδης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

  • -άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αγελαδάρα — η μεγάλη ή ευτραφής αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + μεγεθ. κατάληξη άρα] …   Dictionary of Greek

  • αγελαδήσιος — και γελαδήσιος ια, ιο [αγελάδα] ο σχετικός με την αγελάδα ή αυτός που προέρχεται από αυτήν, αγελαδινός …   Dictionary of Greek

  • αγελαδίτσα — και γελαδίτσα, η [αγελάδα] μικρή αγελάδα, αγελαδάκι …   Dictionary of Greek

  • αγελαδούλα — και γελαδούλα, η [αγελάδα] μικρή αγελάδα, αγελαδίτσα …   Dictionary of Greek

  • αγελιά — η αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγελαιὰ < αρχ. επίθ. ἀγελαῖος. Από το «ἀγελαία βοῦς» (= αγελάδα που ανήκει στην αγέλη) αποχωρίστηκε το ἀγελαία και έγινε ουσιαστικό κατά παράλειψη τού βοῦς. ΠΑΡ. αγελίδι] …   Dictionary of Greek

  • γελάδι — το 1. μικρή αγελάδα, μοσχάρι 2. αγελάδα, βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αγελάδι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»