Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η+αγελάδα

  • 1 kráva

    αγελάδα

    Česká-řecký slovník > kráva

  • 2 cow

    αγελάδα

    English-Greek new dictionary > cow

  • 3 krowa

    αγελάδα

    Słownik polsko-grecki > krowa

  • 4 корова

    корова ж η αγελάδα
    * * *
    ж
    η αγελάδα

    Русско-греческий словарь > корова

  • 5 корова

    коров||а
    ж ἡ ἀγελάδα [-άς]:
    дойная \корова ἀγελάδα πόύ τήν ἀρμέγουν ◊ мне это идет как \коровае седло погов. αὐτό μοῦ πάει ὀπως τό σαμάρι τής ἀγελάδας.

    Русско-новогреческий словарь > корова

  • 6 корова

    зоол. η αγελάδα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корова

  • 7 заводить

    заводить
    несов
    1. (куда-л.) φέρνω. ὀδηγῶ·
    2. (приобретать) ἀποκτῶ, παίρ-νω, προμηθεύομαι/ ἀγοράζω (покупать); \заводить корову παίρνω (или ἀποκτῶ) ἀγελάδα·
    3. (вводить, устанавливать) καθιερώνω, ἐφαρμόζω, είσάγω:
    \заводить новые порядки ἐφαρμόζω νέα τάξη· \заводить моду καθιερώνω τή μόδα·
    4. (механизм):
    \заводить часы κουρδίζω τό ρολόγι· \заводить мотор βάζω μπρος τή μηχανἤ ◊ \заводить разговор πιάνω κουβέντα, ἀνοίγω συζήτηση· \заводить знакомство πιάνω γνωριμία· \заводить спор κάνω (или στήνω) καυγἄ· \заводить в тупик ὀδηγῶ σέ ἀδιέξοδο.

    Русско-новогреческий словарь > заводить

  • 8 молочный

    моло́чн||ый
    прил γαλακτερός, γαλακτικός /γαλακτοειδής (похожий на молоко):
    \молочныйые продукты τά γαλα(κ)τερά· \молочный магазин τό γαλατάδικο, τό γαλακτοπωλεῖο[ν]· \молочныйая ферма τό γαλακτοπαραγωγικό ἀγρόκτημα· \молочныйое хозяйство τό γαλακτοκο-(εῖο· \молочныйая корова ἡ γαλατερή (или γα-ἱακτοφόρος) ἀγελάδα· \молочный поросенок γουρουνόπουλο τοῦ γάλακτος· \молочныйая диета ἡ ΐαλακτοδίαιτα, ἡ γαλακτοτροφία· \молочный кисель τό κισέλι μέ γάλα· \молочныйого цве́та. γαλακτόχρους· \молочныйые железы анат. οἱ γαλακτογόνοι ἀδένες· ◊ \молочныйая кислота хим. τό γαλακτικό ὀξύ· \молочныйые зу́бы τά πρῶτα δόντια τοῦ βρέφους· \молочный брат ὁ ὁμογάλακτος ἀδελφός· обещать \молочныйые реки и кисельные берега́ ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια.

    Русско-новогреческий словарь > молочный

  • 9 реветь

    реветь
    несов
    1. μουγγρίζω/ οὐρλιάζω (о волке, собаке и т. п.) I βρυχώμαι (о льве)/ γκαρίζω (об осле, муле)/ βουίζω (о машинах и т. п.):
    корова ревет ἡ ἀγελάδα μουγγρίζει· моторы ревут τά μοτέρ βουίζουν волны ревели τά κύματα μούγγριζαν
    2. (громко плакать) разг σκούζω, κλαίω γοερά.

    Русско-новогреческий словарь > реветь

  • 10 рябой

    ряб||ой
    прил
    1. (от оспы) βλαγιοκομμένος·
    2. (с пятнами) παρδαλός:
    \рябойа́я корова ἡ παρδαλή ἀγελάδα.

    Русско-новогреческий словарь > рябой

  • 11 стельная

    стельная
    прил:
    \стельная корова ἡ γκαστρωμένη ἀγελάδα.

    Русско-новогреческий словарь > стельная

  • 12 телиться

    телиться
    несов γεννώ, τίκτω (γιά ἀγελάδα).

    Русско-новогреческий словарь > телиться

  • 13 удойный

    удойн||ый
    прил γαλατερός:
    \удойныйая корова ἡ γαλατερή ἀγελάδα.

    Русско-новогреческий словарь > удойный

  • 14 яловый

    ялов||ый
    прил στείρος, στέρφος:
    \яловыйая корова ἡ στέρφα ἀγελάδα.

    Русско-новогреческий словарь > яловый

  • 15 cow

    I noun
    1) (the female of cattle used for giving milk: He has ten cows and a bull.) αγελάδα
    2) (the female of certain other animals eg the elephant, whale.) θηλυκό (θηλαστικών)
    - cowherd
    - cowhide
    II verb
    (to subdue or control through fear: The pupil was cowed by the headmaster's harsh words.) πτοώ

    English-Greek dictionary > cow

  • 16 dairy cow

    plural - dairy cows/cattle a cow kept for its milk.) αγελάδα για γάλα

    English-Greek dictionary > dairy cow

  • 17 корова

    [καρόβα] ουσ. θ. αγελάδα

    Русско-греческий новый словарь > корова

  • 18 корова

    [καρόβα] ουσ θ αγελάδα

    Русско-эллинский словарь > корова

  • 19 голландка

    θ.
    1. θερμάστρα ολλανδική.
    2. αγελάδα ολλανδική.
    3. ναυτικό πουκάμισο.

    Большой русско-греческий словарь > голландка

  • 20 завести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведя
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•

    завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•

    завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•

    куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;

    2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•

    завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.

    || αποκτώ, παίρνω, έχω•

    -корову έχω δική μου αγελάδα•

    завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•

    завести привычку αποκτώ συνήθεια.

    3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•

    -новые порядки βάζω καινούργια τάξη•

    -обыкновение καθιερώνω συνήθεια.

    4. κουρδίζω•

    часы κουρδίζω το ρολόγι•

    завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.

    5. αχίζω, ανοίγω•

    завести разговор ανοίγω κουβέντα•

    завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•

    завести знакомство πιάνω γνωριμίες•

    он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.

    εκφρ.
    завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.

    2. καθιερώνομαι•

    -лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•

    -лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.

    3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•

    завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.

    4. κουρδίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > завести

См. также в других словарях:

  • Ἀγελάδα — Ἀγελάδᾱ , Ἀγελάδης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἀγελάδᾱ , Ἀγελάδης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

  • Ἀγελάδαν — Ἀγελάδᾱν , Ἀγελάδης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

  • -άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αγελαδάρα — η μεγάλη ή ευτραφής αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + μεγεθ. κατάληξη άρα] …   Dictionary of Greek

  • αγελαδήσιος — και γελαδήσιος ια, ιο [αγελάδα] ο σχετικός με την αγελάδα ή αυτός που προέρχεται από αυτήν, αγελαδινός …   Dictionary of Greek

  • αγελαδίτσα — και γελαδίτσα, η [αγελάδα] μικρή αγελάδα, αγελαδάκι …   Dictionary of Greek

  • αγελαδούλα — και γελαδούλα, η [αγελάδα] μικρή αγελάδα, αγελαδίτσα …   Dictionary of Greek

  • αγελιά — η αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγελαιὰ < αρχ. επίθ. ἀγελαῖος. Από το «ἀγελαία βοῦς» (= αγελάδα που ανήκει στην αγέλη) αποχωρίστηκε το ἀγελαία και έγινε ουσιαστικό κατά παράλειψη τού βοῦς. ΠΑΡ. αγελίδι] …   Dictionary of Greek

  • γελάδι — το 1. μικρή αγελάδα, μοσχάρι 2. αγελάδα, βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αγελάδι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»