-
1 kráva
αγελάδα -
2 cow
αγελάδα -
3 krowa
αγελάδα -
4 корова
-
5 корова
коров||аж ἡ ἀγελάδα [-άς]:дойная \корова ἀγελάδα πόύ τήν ἀρμέγουν ◊ мне это идет как \коровае седло погов. αὐτό μοῦ πάει ὀπως τό σαμάρι τής ἀγελάδας. -
6 корова
зоол. η αγελάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корова
-
7 заводить
заводитьнесов1. (куда-л.) φέρνω. ὀδηγῶ·2. (приобретать) ἀποκτῶ, παίρ-νω, προμηθεύομαι/ ἀγοράζω (покупать); \заводить корову παίρνω (или ἀποκτῶ) ἀγελάδα·3. (вводить, устанавливать) καθιερώνω, ἐφαρμόζω, είσάγω:\заводить новые порядки ἐφαρμόζω νέα τάξη· \заводить моду καθιερώνω τή μόδα·4. (механизм):\заводить часы κουρδίζω τό ρολόγι· \заводить мотор βάζω μπρος τή μηχανἤ ◊ \заводить разговор πιάνω κουβέντα, ἀνοίγω συζήτηση· \заводить знакомство πιάνω γνωριμία· \заводить спор κάνω (или στήνω) καυγἄ· \заводить в тупик ὀδηγῶ σέ ἀδιέξοδο. -
8 молочный
моло́чн||ыйприл γαλακτερός, γαλακτικός /γαλακτοειδής (похожий на молоко):\молочныйые продукты τά γαλα(κ)τερά· \молочный магазин τό γαλατάδικο, τό γαλακτοπωλεῖο[ν]· \молочныйая ферма τό γαλακτοπαραγωγικό ἀγρόκτημα· \молочныйое хозяйство τό γαλακτοκο-(εῖο· \молочныйая корова ἡ γαλατερή (или γα-ἱακτοφόρος) ἀγελάδα· \молочный поросенок γουρουνόπουλο τοῦ γάλακτος· \молочныйая диета ἡ ΐαλακτοδίαιτα, ἡ γαλακτοτροφία· \молочный кисель τό κισέλι μέ γάλα· \молочныйого цве́та. γαλακτόχρους· \молочныйые железы анат. οἱ γαλακτογόνοι ἀδένες· ◊ \молочныйая кислота хим. τό γαλακτικό ὀξύ· \молочныйые зу́бы τά πρῶτα δόντια τοῦ βρέφους· \молочный брат ὁ ὁμογάλακτος ἀδελφός· обещать \молочныйые реки и кисельные берега́ ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια. -
9 реветь
реветьнесов1. μουγγρίζω/ οὐρλιάζω (о волке, собаке и т. п.) I βρυχώμαι (о льве)/ γκαρίζω (об осле, муле)/ βουίζω (о машинах и т. п.):корова ревет ἡ ἀγελάδα μουγγρίζει· моторы ревут τά μοτέρ βουίζουν волны ревели τά κύματα μούγγριζαν2. (громко плакать) разг σκούζω, κλαίω γοερά. -
10 рябой
ряб||ойприл1. (от оспы) βλαγιοκομμένος·2. (с пятнами) παρδαλός:\рябойа́я корова ἡ παρδαλή ἀγελάδα. -
11 стельная
стельнаяприл:\стельная корова ἡ γκαστρωμένη ἀγελάδα. -
12 телиться
телитьсянесов γεννώ, τίκτω (γιά ἀγελάδα). -
13 удойный
удойн||ыйприл γαλατερός:\удойныйая корова ἡ γαλατερή ἀγελάδα. -
14 яловый
ялов||ыйприл στείρος, στέρφος:\яловыйая корова ἡ στέρφα ἀγελάδα. -
15 cow
I noun1) (the female of cattle used for giving milk: He has ten cows and a bull.) αγελάδα2) (the female of certain other animals eg the elephant, whale.) θηλυκό (θηλαστικών)•- cowboy- cowherd
- cowhide II verb(to subdue or control through fear: The pupil was cowed by the headmaster's harsh words.) πτοώ -
16 dairy cow
plural - dairy cows/cattle a cow kept for its milk.) αγελάδα για γάλα -
17 корова
[καρόβα] ουσ. θ. αγελάδα -
18 корова
[καρόβα] ουσ θ αγελάδα -
19 голландка
-и θ.1. θερμάστρα ολλανδική.2. αγελάδα ολλανδική.3. ναυτικό πουκάμισο. -
20 завести
-веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведяρ.σ.μ.1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•
завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•
куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;
2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.
|| αποκτώ, παίρνω, έχω•-корову έχω δική μου αγελάδα•
завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•
завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•
завести привычку αποκτώ συνήθεια.
3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•-новые порядки βάζω καινούργια τάξη•
-обыкновение καθιερώνω συνήθεια.
4. κουρδίζω•часы κουρδίζω το ρολόγι•
завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.
5. αχίζω, ανοίγω•завести разговор ανοίγω κουβέντα•
завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•
завести знакомство πιάνω γνωριμίες•
он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.
εκφρ.завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.
2. καθιερώνομαι•-лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•
-лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.
3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.
4. κουρδίζομαι.
См. также в других словарях:
Ἀγελάδα — Ἀγελάδᾱ , Ἀγελάδης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἀγελάδᾱ , Ἀγελάδης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… … Dictionary of Greek
Ἀγελάδαν — Ἀγελάδᾱν , Ἀγελάδης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ … Dictionary of Greek
αγελαδάρα — η μεγάλη ή ευτραφής αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + μεγεθ. κατάληξη άρα] … Dictionary of Greek
αγελαδήσιος — και γελαδήσιος ια, ιο [αγελάδα] ο σχετικός με την αγελάδα ή αυτός που προέρχεται από αυτήν, αγελαδινός … Dictionary of Greek
αγελαδίτσα — και γελαδίτσα, η [αγελάδα] μικρή αγελάδα, αγελαδάκι … Dictionary of Greek
αγελαδούλα — και γελαδούλα, η [αγελάδα] μικρή αγελάδα, αγελαδίτσα … Dictionary of Greek
αγελιά — η αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγελαιὰ < αρχ. επίθ. ἀγελαῖος. Από το «ἀγελαία βοῦς» (= αγελάδα που ανήκει στην αγέλη) αποχωρίστηκε το ἀγελαία και έγινε ουσιαστικό κατά παράλειψη τού βοῦς. ΠΑΡ. αγελίδι] … Dictionary of Greek
γελάδι — το 1. μικρή αγελάδα, μοσχάρι 2. αγελάδα, βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αγελάδι] … Dictionary of Greek