Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+αγάπη

  • 81 свобода

    θ.
    1. ελευθερία• λευτεριά•, равенство и братство ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα•

    завоевать -у καταχτώ τη λευτεριά•

    борец за -у αγωνιστής της λευτεριάς•

    свобода полная свобода πλήρης ελευθερία•

    относительная -σχετική ελευθερία•

    ограниченная свобода περιορισμένη ελευθερία•

    любовь к -е αγάπη για τη λευτεριά (φιλελευθερία)•

    свобода собраний ελευθερία του συνέρχεσθαι•

    свобода печати ελευθερία τύπου•

    предоставить -у действий παρέχω ελευθερία δράσης•

    свобода вероисповедения ανεξίθρησκεία•

    демократические -ы δημοκρατικές ελευθερίες•

    выпустить на -у αφήνω ελεύθερον•

    лишить -у στερώ της ελευθερίας•

    свобода торговли ελευθερία εμπορίου•

    свобода передвижения ελευθερία μετακίνησης.

    || απελευθέρωση.
    2. ευκολία•

    отвечать с -ой απαντώ ελεύθερα.

    3. ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος. || οικειότητα, θάρρος.
    εκφρ.
    свобода рук – ελευθερία δράσης•
    на -е – στον ελεύθερο χρόνο•
    дать -уβλ. στη λ. воля.

    Большой русско-греческий словарь > свобода

  • 82 свободолюбие

    ουδ.
    φιλελευθερία, αγάπη για τη λευτεριά.

    Большой русско-греческий словарь > свободолюбие

  • 83 семейственный

    επ.
    1. παλ. οικογενειακός.
    2. με οικογενειακή αγάπη, φροντίδα.
    3. με οικογενε ι ακότητα•

    семейственный подход к подбору кадров επιλογή στελεχών με την αρχή της οικογενει-ακότητας.

    Большой русско-греческий словарь > семейственный

  • 84 сеть

    -и, προθτ. о сети, в сети, γεν. πλθ. сетей θ.
    1. δίχτυ, δίκτυ•

    вязать (плести) πλέκω δίχτυ•

    ловить рыбу -ями πιάνω ψάρια με τα δίχτυα•

    ловить птицы -ью πιάνω πουλιά με το δίχτυ.

    2. μτφ. παγίδα•

    попасть в чьи -и πέφτω στα δίχτυα κάποιου.

    || κάθε τι διχτυωτό•

    сеть паутины ο ιστός της αράχνης•

    железных дорог το σιδηροδρομικό δίχτυ•

    телефонная сеть το τηλεφωνικό δίχτυ•

    оросительная сеть αρδευτικό δίχτυ•

    агентурная сеть το δίχτυ των πρακτόρων.

    εκφρ.
    поймать в свой -и – (για αγάπη) πιάνω στα δίχτυα μου•
    раставлять -ж – στήνω παγίδες.

    Большой русско-греческий словарь > сеть

  • 85 склонность

    θ.
    1. κλίση•

    склонность к музыке κλίση προς τη μουσική.

    2. ροπή τάση, επιρρέπεια. || συμπάθεια, αγάπη.

    Большой русско-греческий словарь > склонность

  • 86 сохнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. сох κ. сохнул, сохла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сохнувший κ. сохший
    ρ.δ.
    1. στεγνώνω, ξηραίνομαι•

    губы -ут от жара τα χείλη στεγνώνουν α-πο τον πυρετό•

    бель -нет на вервке τα ρού-στεγνώνουν στο σχοινί•

    краска -нет η μπογιά ξηραίνεται•

    булка -нет η φραντζόλα ξηραίνεται.

    || εξατμίζομαι•

    в роще сохла роса στο δασύλλιο η δροσιά έφυγε (δεν υπάρχει).

    2. μτφ. αδυνατίζω, ισχναίνω, λιώνω, μαραζώνω•

    сохнуть от любви φθίνω από αγάπη•

    сохнуть от тоски μαραζώνω από θλιψη.

    Большой русско-греческий словарь > сохнуть

  • 87 стяжать

    ρ.δ. и.σ.μ. (γραπ. λόγος).
    1. κερδοσκοπώ, κυνηγώ το χρήμα.
    2. αποκτώ, κερδίζω•

    стяжать славу αποκτώ δόξα•

    стяжать любовь κερδίζω την αγάπη.

    κερδοσκοπώ.

    Большой русско-греческий словарь > стяжать

  • 88 таять

    таю, таешь
    ρ.δ.
    1. λιώνω, τήκομαυ•

    -ют снега λιώνουν τα χιόνια•

    воск -ет το κηρί λιώνει.

    2. καίγομαι, τελειώνω, σώνομαι (για σπερματσέτο). || μτφ. αδυνατίζω, φθίνω, ισχναίνω.
    3. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι• διαλύομαι•

    облако -ет το σύννεφο χάνεται•

    туман -βΤ η ομίχλη διαλύεται•

    звуки -ют οι ήχοι χάνονται.

    || ελαττώνομαι, λιγοστεύω, σώνομαι•

    деньги -ют τα χρήματα τελειώνουν.

    4. μτφ. μαραίνομαι, μαραζώνω•

    таять от лгобви μαραίνομαι από αγάπη.

    εκφρ.
    так и -ет во рту – λιώνει (διαλύεται) στο στόμα.

    Большой русско-греческий словарь > таять

  • 89 уверение

    ουδ.
    διαβεβαίωση•

    уверение в дружбе διαβεβαίωση φιλίας (πίστης στη φιλία)•

    уверение в любви διαβεβαίωση αγάπης (πίστης στην αγάπη)•

    я не верю -ям δεν πιστεύω στις διαβεβαίωσε ις.

    Большой русско-греческий словарь > уверение

  • 90 ум

    α.
    νους, μυαλό, διάνοια•

    острый ум η οξύνοια•

    тонкий ум λεπτό πνεύμα•

    светлый ум φωτεινό μυαλό•

    склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•

    человек большого -а μεγάλος νους•

    проницательный ум διεισδυτικός νους•

    обширный ум ευρύς νους•

    лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.

    εκφρ.
    без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•
    α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•
    β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•
    три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•
    ум за разум зашл – παραλόγιασε•
    - а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•
    - у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•
    лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•
    лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•
    помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•
    взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•
    прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•
    ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•
    свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•
    сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•
    в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•
    и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•
    на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•
    он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•
    не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•
    от большого -а ή с большого -а (сделать)ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > ум

  • 91 хотеть

    хочу, хочешь, хочет, хотим, хотите, хотят
    ρ.δ.
    θέλω• επιθυμώ•

    хотеть пить θέλω να πιώ•

    хотеть есть θέλω να φάω•

    хочу хлеба θέλω ψωμί•

    делайте, как хотите κάνετε, όπως θέλετε.

    || προτίθεμαι, σκοπεύω•

    я хотел вам написать письмо ήθελα να σας γράψω γράμμα...

    || επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ (να αποκτήσω)•

    хотеть мира и любви θέλω ειρήνη και αγάπη.

    || (για σεξουαλική ικανοποίηση)• θέλω.
    εκφρ.
    что хочешь – ό,τι θέλεις (απ όλα)•
    сколько -чешь – όσο (όσα) θέλεις•
    где -чешь – όπου θέλεις•
    как -чешь – όπως θέλεις•
    хочешь не хочешь ή хошь не хошь – θέλοντας μη θέλοντας, εκών άκων.
    θέλω• επιθυμώ•

    мне хочется домой εγώ θέλω να πάω σπίτι μου•

    мне хочется пить θέλω να πιώ•

    ей хочется спать αυτή θέλει να κοιμηθεί•

    ему хотетьлось что-то сказать αυτός ήθελε κάτι να πει.

    Большой русско-греческий словарь > хотеть

  • 92 чистоплотность

    θ.
    1. αγάπη προς την καθαριότητα (σώματος, ενδυμασίας κλπ.).
    2. τιμιότητα, χρηστότητα.

    Большой русско-греческий словарь > чистоплотность

  • 93 чистый

    επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.
    1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•

    -ое помещение καθαρός χώρος•

    чистый воздух καθαρός αέρας•

    -ая рубашка καθαρό πουκάμισο•

    -ые руки καθαρά χέρια.

    2. γιορτινός, επίσημος.
    3. που δε λερώνει•

    -ая работа καθαρή δουλειά.

    4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.
    5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•

    -ая работа επιμελημένη εργασία.

    || τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.
    6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•

    чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.

    7. αμιγής, γνήσιος•

    -ое золото καθαρό χρυσάφι•

    чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•

    -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.

    || διαφανής• διαυγής•

    -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.

    || (για ζώα) καθαρόαιμος•

    -ая порода καθαρή ράτσα•

    8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•

    чистый голос καθαρή φωνή.

    || ευκατάληπτος, εύληπτος•

    -ое произношение καθαρή προφορά.

    9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•

    -ая душа καθαρή ψυχή•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    || παρθενικός, αθώος•

    -ая девочка αγνό κορίτσι.

    10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•

    -ым путм με την έντιμη οδό.

    || νέτος• καθαρός•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    -ая прибыль καθαρό κέρδος•

    чистый доход καθαρό έσοδο.

    || ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•

    теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.

    11. πλήρης, παντελής•

    чистый вздор καθαρή ανοησία.

    12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•

    его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.

    13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•

    -ая наука καθαρή επιστήμη•

    εκφρ.
    - ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•
    - ая отставкаπαλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•
    чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•
    за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•
    на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > чистый

  • 94 чувственный

    -вен, -венна, -венно.
    1. αισθησιακός (που πηγάζει από τις αισθήσεις)•

    -ое восприятие αισθησιακή αντίληψη.

    2. σωματικός, σαρκικός•

    -ая лгооовь αγάπη με σαρκική ηδονή.

    3. φιλήδονος, ηδυπαθής• επικούρειος• τρυφηλός•

    чувственный человек φιλήδονος άντρας•

    -ая женщина φιλήδονη γυναίκα.

    Большой русско-греческий словарь > чувственный

  • 95 чувство

    ουδ.
    1. η αίσθηση•

    органы чувст τα όργανα των αισθήσεων•

    чувство обоняния η αίσθηση της όσφρησης•

    чувство зрения η αίσθηση της όρασης•

    чувство слуха η αίσθηση της ακοής•

    чувство осязания η αίσθηση της αφής•

    чувство вкуса η αίσθηση της γεύσης.

    2. πλθ. чувства, чувств οι αισθήσεις•

    упасть без чувств πέφτω αναίσθητος•

    лишиться чувств στερούμαι των αισθήσεων•

    привести в чувство συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις•

    прийти в чувство συνέρχομαι, σ.ναητώ τις αισθήσεις.

    3. το αίσθημα•

    чувство боли το αίσθημα του πόνου•

    чувство любви το αίσβτ\μα της αγάπης•

    чувство гордости το αίαβτιΐια της υπερηφάνειας•

    достоинства το αίσθημα της αξιοπρέπειας•

    долга το αίσθημα του καθήκοντος•

    чувство ответственности το αίσθημα της ευθύνης•

    чувство жалости το αίσθημα του οίκτου.

    || αγάπη, έρωτας.
    4. συναίσθημα.

    Большой русско-греческий словарь > чувство

  • 96 шея

    θ.
    λαιμός, τράχηλος• σβέρκος.
    εκφρ.
    наломать (намять) -ю кому – χτυπώ, ξυλοκοπώ• δίνω σβερκιά•
    намылить -ю кому – κατσαδιάζω κάποιον•
    гнать (толкатьκλπ.) в -ю ή в три шеи (απλ.) διώχνω πυξ-λαξ, κακήν-κακώς, κλωτσηδόν•
    вешаться (бросаться, кидать(ся) на -ю кому – κρέμομαι, ρίχνομαι στο λαιμό κάποιου (αγκαλιάζω, χαϊδεύω) από αγάπη ή για να πετύχω•
    посадить на -ю кому – βάζω στο λαιμό κάποιου (επιφορτίζω κάποιον)•
    сесть на -ю кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (γίνομαι βάρος, παράσιτο σε κάποιον)•
    сидеть (быть, жить) на шее у когоβλ. την προηγούμενη έκφραση•
    дать (надавать) по шее ή в шею, по -ям – (απλ.) α) χτυπώ στο σβέρκο δίνω σβερκιά. β) διώχνω πυξ-λαξ•
    на свою -ю ή себе на -ю – στην καμπούρα μου, σε βάρος μου.

    Большой русско-греческий словарь > шея

  • 97 эрос

    α.
    (γραπ. λόγος) έρως, έρωτας, αγάπη• πάθος.

    Большой русско-греческий словарь > эрос

См. также в других словарях:

  • ἀγάπη — love fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱γάπη , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱γάπη , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάπῃ — ἀγάπη love fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική …   Dictionary of Greek

  • αγάπη — η 1. η στοργή, η αφοσίωση σε κάτι: Είχε μεγάλη αγάπη στομικρό του γιο. 2. έρωτας, πόθος: Πεθαίνει από αγάπη. 3. το πρόσωπο που αγαπά κανείς: Παντρεύουν την αγάπη του κι είναι πολύ θλιμμένος. 4. συμφιλίωση: Επιτέλους έκαμαν αγάπη (συμφιλιώθηκαν).… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαπῇ — ἀγαπάω greet with affection pres subj mp 2nd sg (doric) ἀγαπάω greet with affection pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres subj act 3rd sg (doric) ἀγαπάω greet with affection pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγαπάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάπαι — ἀγάπη love fem nom/voc pl ἀγάπᾱͅ , ἀγάπη love fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάπηι — ἀγάπῃ , ἀγάπη love fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπᾶν — ἀγάπη love fem gen pl (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres part act masc nom sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπῶν — ἀγάπη love fem gen pl ἀγαπάω greet with affection pres part act masc voc sg ἀγαπάω greet with affection pres part act neut nom/voc/acc sg ἀγαπάω greet with affection pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀγαπάω greet with affection pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάπαις — ἀγάπη love fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάπην — ἀγάπη love fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱γάπην , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱γάπην , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»