-
21 насильно
наси́ль||нонареч μέ τή βία, βιαίως, διά τής βίας, ὑποχρεωτικά, ἀναγκαστικά:\насильноно мил не будешь погов. ἡ ἀγάπη μέ τό ζόρι δέν γίνεται. -
22 привязанность
привязанностьж ἡ στοργή, ἡ ἀγάπη / ἡ ἀφοσίωση [-ις] (преданность). -
23 слепой
слеп||ой1. прил ἀόμματος, τυφλός, στραβός:совершенно \слепойо́й θεότυφλος, τελείως τυφλός, θεόστραβος· \слепойо́й на один глаз μονόφθαλμος·2. прил перен (безрассудный) τυφλός:\слепойая любовь ἡ τυφλή ἀγάπη· \слепойо́е подражание ἡ τυφλή μίμηση, ἡ δουλική ἀπομίμηση [-ις]·3. прил (нечеткий, неясный) δυσανάγνωστος, κακοτυπωμένος (о шрифте)· ◊ \слепойой полет ἀβ. ἡ πτήσις στά τυφλά· \слепойа́я кишка анат. τό τυφλό Εντερο· \слепойая ку́рица разг ὁ τυφλοπόντικας·4. м ὁ τυφλός. -
24 страдать
страдатьнесов в разн. знач. ὑποφέρω/ πάσχω (от боли, недуга):\страдать от головной бо́ли ὑποφέρω ἀπό πονοκέφαλο· \страдать от наводнения ὑποφέρω ἀπό τήν πλημμύρα· \страдать за правду ὑποφέρω ἀπό ἀγάπη τής ἀλήθειας· \страдать недостатками ἔχω ἐλλείψεις. -
25 страстный
стра́стн||ыйприл1. (о человеке) θερμός/ μανιώδης (сильно увлекающийся чем-л.):\страстныйый музыкант (театра́л) ὁ μανιώδης μουσικός (θεατρόφιλος)2. (о желании и т. п.) φλογερός, σφοδρός:\страстныйая любовь ὁ φλογερός Ερωτας, ἡ σφοδρή ἀγάπη. -
26 чистоплотность
чистоплотн||остьж1. ἡ ἀγάπη τής καθαριότητας·2. перен ἡ χρηστότης, ἡ τιμιότητα [-ης]. -
27 голубка
[γκαλούπκα] ουσ θ. αγάπη μου -
28 любвеобильный
[λγιουμπβιαμπίλ'νυϊ] επ. γεμάτος αγάπη -
29 любовь
[λγιουμπόφ'] ουσ θ. αγάπη -
30 милочка
[μ{λατσκα] ουσ. θ. αγάπη μου, χρυσή μου -
31 пристрастие
[πριστράστιιε] ουσ. ο. πάθος, η μεγάλη αγάπη σε κάτι -
32 чистоплотность
[τσισταπλότναστ'] ουσ. θ. η αγάπη της καθαριότητας (μεταφ.) τιμιότητα -
33 голубка
[γκαλούπκα] ουσ θ. αγάπη μου -
34 любвеобильный
[λγιουμπβιαμπίλ'νυϊ] επ γεμάτος αγάπη -
35 любовь
[λγιουμπόφ'] ουσ θ. αγάπη -
36 милочка
[μ{λατσκα] ουσ θ αγάπη μου, χρυσή μου -
37 пристрастие
[πριστράστιιε] ουσ ο πάθος, η μεγάλη αγάπη σε κάτι -
38 чистоплотность
[τσισταπλότναστ'] ουσ θ η αγάπη της καθαριότητας (μεταφ) τιμιότητα -
39 безгрешный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αναμάρτητος•безгрешный человек αναμάρτητος άνθρωπος.
2. αθώος, αγνός•-ое дитя αθώο παιδί•
-ая любовь αγνή αγάπη.
εκφρ.- ые доходы – (ειρων.) αναμάρτητα έσοδα (τα δωροδοκήματα). -
40 братский
επ.1. αδερφικός•-ая любовь αδερφική αγάπη•
-ие чувства αδερφικά αισθήματα.
2. συντροφικός, συναδελφικός•братский привет αδερφικός ιχαιρετισμός.
εκφρ.- ая могила – ομαδικός τάφος.
См. также в других словарях:
ἀγάπη — love fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱γάπη , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱γάπη , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάπῃ — ἀγάπη love fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική … Dictionary of Greek
αγάπη — η 1. η στοργή, η αφοσίωση σε κάτι: Είχε μεγάλη αγάπη στομικρό του γιο. 2. έρωτας, πόθος: Πεθαίνει από αγάπη. 3. το πρόσωπο που αγαπά κανείς: Παντρεύουν την αγάπη του κι είναι πολύ θλιμμένος. 4. συμφιλίωση: Επιτέλους έκαμαν αγάπη (συμφιλιώθηκαν).… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγαπῇ — ἀγαπάω greet with affection pres subj mp 2nd sg (doric) ἀγαπάω greet with affection pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres subj act 3rd sg (doric) ἀγαπάω greet with affection pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγαπάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάπαι — ἀγάπη love fem nom/voc pl ἀγάπᾱͅ , ἀγάπη love fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάπηι — ἀγάπῃ , ἀγάπη love fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαπᾶν — ἀγάπη love fem gen pl (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres part act masc nom sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαπῶν — ἀγάπη love fem gen pl ἀγαπάω greet with affection pres part act masc voc sg ἀγαπάω greet with affection pres part act neut nom/voc/acc sg ἀγαπάω greet with affection pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀγαπάω greet with affection pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάπαις — ἀγάπη love fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάπην — ἀγάπη love fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱γάπην , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱γάπην , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)