-
1 звучать
ηχώ, ακούγομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > звучать
-
2 звучать
-
3 эхо
-
4 звучать
-чу, -чишь, μτχ. ενεστ. звучащийρ.δ.1. ηχώ, σημαίνω•колокол -ит ηχεί η καμπάνα.
2. αντηχώ, αντιλαλώ•-ат голоса αντιλαλούν φωνές.
|| είμαι εύηχος, έχω φωνή• ρο•звучать яль -ит неважно το πιάνο δεν έχει και τόσο καλή φωνή.
|| μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, προβάλλω, διακρίνομαι•в вопросе -ит сомнение στο ερώτημα φαίνεται κάποια αμφιβολία•
в е голосе -ит радость στη φωνή της διακρίνετοα η χαρά•
это -ит фальшиво αυτό είναι φανερό ψέμα.
|| κάνω την εντύπωση• συμπίπτω με•это утверадние -ит совсем не по-марксистки αυτή η άποψη δεν είναι καθόλου μαρξιστική.
εκφρ.звучать в ушах (в памяти, в сердце) – ηχώ ακόμα στ αυτιά, διατηρούμαι ακόμα στη μνήμη, δεν ξεχνιέται. -
5 перезванивать
ρ.δ.1. βλ. перзвонить.2. χτυπώ (κρούω) όλες τις καμπάνες.3. (για καμπάνες) ηχώ, κροτώ.1. βλ. перезвониться.2. κρούομαι.3. ηχώ, κροτώ. -
6 бить
1. (ударять, наносить удары) κτυπώ 2. (давать сигнал) κρούω, βαρώ, χτυπώ, ηχώ, ηχοβολώ Заработать с биениями) ταλαντεύομαι, λειτουργώ με αποκλίσεις 4. (раздроблять, разбивать) σπάζω, θραύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бить
-
7 эхо
η ηχώ, ο αντίλαλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эхо
-
8 отголосок
отголосокм пряМ., перен ἡ ἡχώ, ἡ ἀντήχηση, ὁ ἀντίχτυπος, ἡ ἀντιλαλιά. -
9 отзвук
отзвукм1. ἡ ήχώ, ἡ ἀντήχηση·2. черен. ἡ ἀπήχηση. -
10 прозвучать
прозвучатьсов ἀντηχώ, ἡχῶ:\прозвучатьл выстрел ἀντήχησε πυροβολισμός. -
11 прокатиться
прокатить||ся1. (проехаться) κά(μ)νω περίπατο, κά(μ)νω ἕνα γῦρο·2. (о мяче и т. п.) κυλιέμαι, κυλώ (άμετ.)·3. (о звуках) ἀντηχώ, ἀντιλαλώ:прокатилось эхо ἀντήχησε ήχώ. -
12 эхо
эхос ἡ ήχώ. -
13 отзвук
[ότζβουκ] ουσ. α. ηχώ -
14 прозвучать
[πραζβουτσάτ'] ρ. ηχώ -
15 эхо
[έχο] ουσ. ο. ηχώ -
16 отзвук
[ότζβουκ] ουσ α ηχώ -
17 прозвучать
[πραζβουτσάτ'] ρ ηχώ -
18 эхо
[έχο] ουσ ο ηχώ -
19 бить
бью, бьешь, προστ.бей παθ. μτχ. παρελθ. χρ. битый, βρ: бит, -а, -о, επιρ. μτχ. παλ. бия, ρ.δ.1. χτυπώ, πλήττω•бить молотком χτυπώ με το σφυρί.
2. (γιά φως, ήχο, μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω•лампа бьет в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια.
3. δέρνω•не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά.
4. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•бить врага χτυπώ τον εχθρό.
5. θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω.6. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•бить из орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό).
7. σπάζω, συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•стекло σπάζω το τζάμι.
8. κρούω, βαρώ, σημαίνω•бить тревогу ή набат βαρώ συναγερμό•
бить в колокол χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω.
9. ηχώ, βγάζω, παράγω ήχους•часы бьют полночь το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα•
звонок бьет третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά.
10. ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή•бить ключом αναβλύζω.
|| μτφ. κοχλάζω.11. ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα•его бьет лихорадка τον ταράζει ο πυρετός.
12. τσοκανίζω, κόβω•бить монету κόβω κέρματα.
εκφρ.бить карту ή ставку – (χαρτπ.) νικώ το χαρτί, κερδίζω•бить поклоны – παλ. κάνω μετάνοιες•бить наверняка – ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψητό•бить в глаза – κάνω μεγάλη εντύπωση•жизнь бьет ключом – βράζει η ζωή, οργασμός•- в цель – χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό•бить мимо цели – αστοχώ•бить в одну точку – συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ’ ένα στόχο (σκοπό), όλα τα σφυριά βαρούν σ’ ένα μέρος•на что – βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό•бить по карману – ζημιώνω, βλάπτω (οικονομικά).1. μάχομαι•биться с неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού.
2. αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοδερνομαι•биться на кулаки γροθοκοπιέμαι.
3. προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέμαι•птица хочет вылететь и бьется о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω και χτυπά στο τζάμι•
биться головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.
4. χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ•женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση.
5. πονοκεφαλώ•биться над размышлениями вопроса πονοκεφαλώ να λύσω το ζήτημα.
6. πάλλω•сердце бьется η καρδιά χτυπά.
7. σπάζω, θραύομαι.εκφρ.бьётся, как рыба об лед – σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πετύχει τι καλύτερο)•биться об заклад – παλ. στοιχηματίζω. -
20 бренчать
-чу, -чишь, ρ.δ.1. ηχώ, κροτώ, κροταλίζω, κρούω, χτυπώ•-ат шпоры κροτούν τα σπιρούνια.
2. παίζω άσχημα, ατζαμήτικα, θορυβώ•девочка -ла на фортепиано το κορίτσι θορυβούοε περισσότερο παρά έπαιζε στο πιάνο.
См. также в других словарях:
Ἠχῶ — Ἠχώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἠχώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχώ — ηχώ, ήχησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Ἠχώ — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχώ — echo fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek
ἠχῶ — ἠχέω sound pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἠχέω sound pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἠχώ echo fem acc sg ἠχώ echo fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχώ — ησα, αμτβ. 1. παράγω ήχο, βουίζω: Ήχησε η σάλπιγγα. 2. μτφ., αφήνω απήχηση, δημιουργώ εντύπωση, ακούομαι ευχάριστα ή δυσάρεστα: Τα λόγια του ήχησαν άσχημα. η ώς (μόνον στον εν.), αντίλαλος, φαινόμενο που οφείλεται στην ανάκλαση του ήχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἤχῳ — ἤ̱χῳ , ἦχος sound masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠχοῦς — Ἠχώ fem nom/voc pl Ἠχώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχοῦς — ἠχώ echo fem gen sg ἠχώ echo fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эхо в мифологии — (Ήχώ) в греческой мифологии нимфа, олицетворение эха, отдающегося в горах и ущельях. По одному из рассказов, нимфу Э. полюбил Пан, но так как она предпочла ему Сатира, то Пан, оскорбленный отказом, вооружил против нее пастухов, которые растерзали … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона