-
101 γυμνότης
-
102 δολιότης
-ητος + ἡ N 3 1-0-0-4-1=6 Nm 25,18; Ps 37(38),13; 49(50),19; 54(55),24; 72(73),18deceit, subtlety; neol. -
103 ἐρυμνότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 10,34; 12,14strength, security -
104 εὐθύτης
-ητος + ἡ N 3 0-3-0-17-4=24 Jos 24,14; 1 Kgs 3,6; 9,4; Ps 9,9; 10(11),7righteousness Jos 24,14; uprightness 1 Kgs 3,6 -
105 ἠπιότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Est 3,13b -
106 θειότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 18,9divinity; ὁ τῆς θειότητος νόμος the divine lawCf. LARCHER 1985, 1003 -
107 θερμότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 2,4 -
108 ἰδιότης
-
109 ἱλαρότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-0-1-2=3 Prv 18,22; PSal 4,5; PSal 16,12cheerfulness, gaiety; neol.?→NIDNTT; TWNT -
110 ἰσότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-1-1-1=3 Zech 4,7; Jb 36,29; PSal 17,41equality PSal 17,41*Zech 4,7 ἰσότητα equality-ותשׁ והשׁ is the equal for MT אותשׁת shouts, see also Jb 36,29 Cf. SPICQ 1982, 358-359; →NIDNTT; TWNT; SCHLEUSNER -
111 καθαριότης
-ητος ἡ N 3 1-2-0-2-1=6 Ex 24,10; 2 Sm 22,21.25; Ps 17(18),21.25purity, clarity, brightness Ex 24,10καθαριότης τῶν χειρῶν purity of hands, cleanliness, innocence 2 Sm 22,21 Cf. WALTERS 1973 58.288; WEVERS 1990, 385 -
112 καθαρότης
-
113 καινότης
-ητος + ἡ N 3 0-1-1-0-0=2 1 Kgs 8,53a(13); Ez 47,12*Ez 47,12 τῆς καινότητος of the new-ness, of the new products-שָׁחָד for MT יושׁלחד שׁחֶֹד every month -
114 κοιλότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 17,18hollowness, hollow -
115 κραταιότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Ps 45(46),4power, might; neol. -
116 λαμπρότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-1-3-2=6 Is 60,3; Ps 89(90),17; 109(110),3; DnTh 12,3; Bar 4,24brightness DnTh 12,3; splendour, magni-ficence Ps 89(90),17 Cf. SPICQ 1978a, 463 -
117 λέβης
-ητος ὁ N 3 1-13-10-3-6=33 Ex 16,3; 1 Sm 2,14.15; 17,28; 1 Kgs 7,26kettle, cauldron -
118 λευκότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Sir 43,18 -
119 λοιμότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Est 8,12gpestilent condition; neol. -
120 μακαριότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 4,12
См. также в других словарях:
αξομολό(γ)ητος — η, ο αξεμολό(γ)ητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξεμολό(γ)ητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ξεμολογήθηκε από ιερέα, αξαγόρευτος: Δεν ήθελε να μεταλάβει αξεμολόγητος. 2. εκείνος τον οποίο δε φανέρωσε κανείς, δεν εκμυστηρεύτηκε: Ορισμένες αμαρτίες του τις άφησε αξεμολόγητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμολό(γ)ητος — η, ο κοσμοξάκουστος, περίφημος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάλης — ητος, και φαλῆς, ῆτος, ὁ, Α 1. φαλλός 2. ως κύριο όν. ὁ Φάλης και Φαλῆς 1. θεός τού οποίου η λατρεία, όπως και τού Πριάπου, ήταν συνδεδεμένη με την διονυσιακή λατρεία 2. προσωνυμία τού Ερμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαλλός, πιθ. κατά το μύκης,… … Dictionary of Greek
πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… … Dictionary of Greek
πρωτοκούρης — ητος, ὁ, Α ο επικεφαλής τού εξαμελούς θρησκευτικού συλλόγου τών κουρήτων στην Έφεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κουρής, ῆτος/ Κουρῆτες «θρησκευτικός εξαμελής θίασος στην Έφεσο»] … Dictionary of Greek
συμμεσότης — ητος, ἡ, Α το μέσο σημείο δύο ή περισσότερων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεσότης, ητος «μεσαίο σημείο, κέντρο» (< μέσος)] … Dictionary of Greek
χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… … Dictionary of Greek
ψιλής — ῆτος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ψιλήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα ής, ῆτος (< * ēt , αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργ ής)] … Dictionary of Greek
Τουρκοκρής — ητός, ο, Ν (λόγιος τ.) ο Τουρκοκρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Κρής Κρητός. Η λ., στον πληθ. Τουρκοκρῆτες, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Τριφάλης — ητος, ὁ, Α (κωμ. λ.) τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλης, άλλος τ. τού φαλλός] … Dictionary of Greek