-
121 μακρότης
-
122 ματαιότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-0-55-0=55 Ps 4,3; 25(26),4; 30(31),7; 37(38),13; 38(39),6emptiness, vanity Eccl 1,2; folly Prv 22,8aεἰς ματαιότητα in vain Ps 138(139),20; ἐλάλησαν ματαιότητας they spoke or uttered empty words Ps 37(38),13*Ps 39(40),5 ματαιότητας vanities-⋄ריק? for MT רהבים the powerful, the proudneol.Cf. BERTRAM 1952 26-49(esp.30-36); HARL 1992a, 24; →NIDNTT; TWNT -
123 μεγαλειότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-1-1-2=4 Jer 40(33),9; DnLXX 7,27; 1 Ezr 1,4; 4,40majesty, glory; neol.Cf. SPICQ 1978a, 543-547; WALTERS 1973, 58; →MM -
124 μεσότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 7,18middle, centre, medianCf. LARCHER 1984, 469-470 -
125 μικρότης
-ητος ἡ N 3 0-2-0-0-1=3 1 Kgs 12,10.24r; PSal 14,7 -
126 μυριότης
-
127 νεότης
-ητος + ἡ N 3 7-4-17-21-15=64 Gn 8,21; 43,33; 48,15; Lv 22,13; Nm 22,30youth Gn 8,21ἐκ νεότητος from youth (up) Gn 48,15; ἀπὸ νεότητος from youth (up) Jer 3,25 Cf. WEVERS 1993, 815; →NIDNTT -
128 νηπιότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-4-0-0=4 Ez 16,22.43.60; Hos 2,17
См. также в других словарях:
αξομολό(γ)ητος — η, ο αξεμολό(γ)ητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξεμολό(γ)ητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ξεμολογήθηκε από ιερέα, αξαγόρευτος: Δεν ήθελε να μεταλάβει αξεμολόγητος. 2. εκείνος τον οποίο δε φανέρωσε κανείς, δεν εκμυστηρεύτηκε: Ορισμένες αμαρτίες του τις άφησε αξεμολόγητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμολό(γ)ητος — η, ο κοσμοξάκουστος, περίφημος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάλης — ητος, και φαλῆς, ῆτος, ὁ, Α 1. φαλλός 2. ως κύριο όν. ὁ Φάλης και Φαλῆς 1. θεός τού οποίου η λατρεία, όπως και τού Πριάπου, ήταν συνδεδεμένη με την διονυσιακή λατρεία 2. προσωνυμία τού Ερμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαλλός, πιθ. κατά το μύκης,… … Dictionary of Greek
πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… … Dictionary of Greek
πρωτοκούρης — ητος, ὁ, Α ο επικεφαλής τού εξαμελούς θρησκευτικού συλλόγου τών κουρήτων στην Έφεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κουρής, ῆτος/ Κουρῆτες «θρησκευτικός εξαμελής θίασος στην Έφεσο»] … Dictionary of Greek
συμμεσότης — ητος, ἡ, Α το μέσο σημείο δύο ή περισσότερων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεσότης, ητος «μεσαίο σημείο, κέντρο» (< μέσος)] … Dictionary of Greek
χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… … Dictionary of Greek
ψιλής — ῆτος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ψιλήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα ής, ῆτος (< * ēt , αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργ ής)] … Dictionary of Greek
Τουρκοκρής — ητός, ο, Ν (λόγιος τ.) ο Τουρκοκρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Κρής Κρητός. Η λ., στον πληθ. Τουρκοκρῆτες, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Τριφάλης — ητος, ὁ, Α (κωμ. λ.) τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλης, άλλος τ. τού φαλλός] … Dictionary of Greek