-
21 αντιληπτικότης
(-ητος) η см. αντιληπτικό[ν] -
22 ασφυκτικότης
(-ητος) η1) удушливость; 2) невыносимость (обстановки) -
23 βδελυρότης
(-ητος) η отвратительность, омерзительность -
24 βλαισότης
(-ητος) η вывернутость, искривлённость (конечностей) -
25 βλητικότης
(-ητος) η скорострельность -
26 βλοσυρότης
(-ητος) η строгость, суровость; хмурость, мрачность -
27 βραχυβιότης
(-ητος) η недолговечность -
28 γαλανότης
(-ητος) η голубизна -
29 γλισχρότης
(-ητος) η1) скупость, скаредность (разг); 2) незначительность, недостаточность, скудость -
30 γοερότης
(-ητος) η стон; вопль, рыдание -
31 γόης
(-ητος) ο, γόησσα η1) прям., перен. чародей, -ка, волшебни|к, -ца; 2) соблазнитель, -ница, обольститель, -ница;γόης των γυναικών — покоритель женских сердец;
§ γόης του κινηματογράφου — кинозвезда
-
32 γοργότης
-
33 δαιμονιότης
(-ητος) η гениальность; исключительные способности -
34 δασύτης
(-ητος) η1) волосатость; мохнатость; 2) густота;§ δασύτης πυρίτιδας — удельный вес пороха
-
35 δεινότης
(-ητος) η1) ужас, страх; 2) искусность; талантливость -
36 διαλογιστικότης
(-ητος) η1) вдумчивость; 2) задумчивость; 3) обдуманность, продуманность -
37 ελατότης
-
38 ελαχτστότης
(-ητος) η1) незначительность; 2) ничтожность, никчёмность -
39 ελλογιμότης
(-ητος) η глубокая учёность, широкая образованность, просвещённость, эрудиция -
40 ενηλικότης
(-ητος) η см. ενηλικιότητα
См. также в других словарях:
αξομολό(γ)ητος — η, ο αξεμολό(γ)ητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξεμολό(γ)ητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ξεμολογήθηκε από ιερέα, αξαγόρευτος: Δεν ήθελε να μεταλάβει αξεμολόγητος. 2. εκείνος τον οποίο δε φανέρωσε κανείς, δεν εκμυστηρεύτηκε: Ορισμένες αμαρτίες του τις άφησε αξεμολόγητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμολό(γ)ητος — η, ο κοσμοξάκουστος, περίφημος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάλης — ητος, και φαλῆς, ῆτος, ὁ, Α 1. φαλλός 2. ως κύριο όν. ὁ Φάλης και Φαλῆς 1. θεός τού οποίου η λατρεία, όπως και τού Πριάπου, ήταν συνδεδεμένη με την διονυσιακή λατρεία 2. προσωνυμία τού Ερμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαλλός, πιθ. κατά το μύκης,… … Dictionary of Greek
πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… … Dictionary of Greek
πρωτοκούρης — ητος, ὁ, Α ο επικεφαλής τού εξαμελούς θρησκευτικού συλλόγου τών κουρήτων στην Έφεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κουρής, ῆτος/ Κουρῆτες «θρησκευτικός εξαμελής θίασος στην Έφεσο»] … Dictionary of Greek
συμμεσότης — ητος, ἡ, Α το μέσο σημείο δύο ή περισσότερων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεσότης, ητος «μεσαίο σημείο, κέντρο» (< μέσος)] … Dictionary of Greek
χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… … Dictionary of Greek
ψιλής — ῆτος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ψιλήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα ής, ῆτος (< * ēt , αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργ ής)] … Dictionary of Greek
Τουρκοκρής — ητός, ο, Ν (λόγιος τ.) ο Τουρκοκρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Κρής Κρητός. Η λ., στον πληθ. Τουρκοκρῆτες, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Τριφάλης — ητος, ὁ, Α (κωμ. λ.) τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλης, άλλος τ. τού φαλλός] … Dictionary of Greek