-
1 календарь
календарь м το ημερολόγιο настольный \календарь το επιτραπέζιο ημερολόγιο* отрывной \календарь о ημεροδείκτης* * *мτο ημερολόγιοнасто́льный календа́рь — το επιτραπέζιο ημερολόγιο
отрывно́й календа́рь — ο ημεροδείκτης
-
2 календарь
-α α. ημερολόγιο, ημεροδείκτης, καλενδάριο, καλαντάρι•настольный -επιτραπέζιο ημερολόγιο•
юлианский календарь ιουλιανό ημερολόγιο•
григорианский календарь γρηγοριανό ημερολόγιο.
-
3 табель
-я α. κ. παλ. табель-и θ.1. πίνακας• κατάσταση• κατάλογος. || ο σχολικός έλεγχος του μαθητή.2. πίνακας ελέγχου προσέλευσης εργατών στη δουλειά).εκφρ.- календарь – ημερολόγιο-ημεροδείκτης μηνιαίος.
См. также в других словарях:
ημεροδείκτης — ο είδος ημερολογίου που περιέχει τόσα έντυπα φύλλα όσες και οι ημέρες τού έτους, όπου αναγράφονται με τη σειρά όλες οι ημερομηνίες τού έτους με συναφείς πληροφορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δείκ της (< δείκ νυμι)] … Dictionary of Greek
ημεροδείκτης — ο είδος ημερολογίου που κρέμεται στον τοίχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
καλαντάρι — και καλενδάρι, τὸ (Α καλενδάριον και καλανδάρι και καλενδάριον και καλανδολόγιον) νεοελλ. ημερολόγιο, ημεροδείκτης τού τοίχου ή επιτραπέζιος αρχ. (στους Ρωμαίους) πιστωτικό βιβλίο στο οποίο οι ιδιώτες έγραφαν την κίνηση τών έντοκων κεφαλαίων τους … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — το 1. σύστημα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου με το χωρισμό του σε έτη, μήνες, εβδομάδες και μέρες: Το γρηγοριανό ημερολόγιο έγινε παραδεκτό στην Ελλάδα το 1923. 2. ημεροδείκτης. 3. βιβλίο στο οποίο σημειώνει κάποιος τα πιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)