-
1 электризация
1. физ. η ηλέκτριση, ο ηλεκτρισμός 2. мед. (лечение электричеством) ο ηλεκτρισμός, η ηλεκτροθεραπεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электризация
-
2 электричество
-
3 электричество
ο ηλεκτρισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электричество
-
4 отрицательный
отрица||тельныйприл в разн. знач. Αρνητικός / грам. ἀποφατικός:\отрицательныйтельный отзыв ἡ ἀρνητική κρίση· оказывать \отрицательныйтельное влияние на кого-л. ἀσκῶ ἀρνητική ἐπίδραση, ἐπιδρῶ δυσμενώς σέ κάποιον \отрицательныйтельное электричество физ. ὁ ἀρνητικός ἡλεκτρισμός. -
5 электризация
электриз||ацияас1. ἡ ἡλέκτριση [-ις]·2. (лечение) ὁ ἡλεκτρισμός, ἡ ἡλεκτροθεραπεία. -
6 электричество
электричествос ὁ ἡλεκτρισμός:зажигать \электричество ἀνάβω τό ἡλεκτρικό· проводить \электричество βάζω ἡλεκτρική ἐγκατάσταση. -
7 electricity
[elek'trisəti](a form of energy used to give heat, light, power etc: worked by electricity; Don't waste electricity.) ηλεκτρισμός- electric- electrical
- electrically
- electrician
- electrified
- electrify
- electrification
- electrifying
- electric chair -
8 static (electricity)
(electricity that accumulates on the surface of objects (eg hair, nylon garments etc).) στατικός ηλεκτρισμός -
9 электричество
[ιλικτρίτσιστβα] ουσ. ο. ηλεκτρισμός -
10 электричество
[ιλικτρίτσιστβα] ουσ ο ηλεκτρισμός -
11 отрицательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαρνητικός•отрицательный жест, αρνητική χειρονομία•
отрицательный ответ άρνητική απάντηση•
отрицательный результат αρνητικό αποτέλεσμα•
-ое влияние αρνητική επίδραση•
-ое электричество αρνητικός ηλεκτρισμός•
отрицательный образ в комедии αρνητική μορφή (πρόσωπο) στην κωμωδία•
-ые числа αρνητικοί αριθμοί•
-ые количества αρνητικά ποσά.
-
12 положительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. θετικός•положительный ответ θετική απάντηση•
-ые результаты θετικά αποτελέσματα.
2. οριστικός, τελειωτικός•положительный отказ οριστική άρνηση.
|| πλήρης, ακέραιος•-ое невежество πλήρης αμάθεια, αμορφωσιά•
положительный дурак πέρα για πέρα βλάκας.
3. (μαθ.) θετικός•-ое число θετικός αριθμός.
|| (ως αντών. του επ. αρνητικός)•положительный заряд θετικός ηλεκτρισμός•
положительный полюс (φυσ.) ο θετικός πόλος•
-ая температура θερμοκρασία άνω του μηδενός.
εκφρ.- ая степень сравнения – θετικός βαθμός (των επιθέτων)•- ая философия – ο θετικισμός. -
13 электричество
-а ουδ.1. ο ηλεκτρισμός.2. ο ηλεκτροφωτισμός. || το ηλεκτρικό.
См. также в других словарях:
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — ο μορφή ενεργείας που κάτω από ορισμένες συνθήκες παράγει φαινόμενα φωτεινά, θερμικά, χημικά, μηχανικά κτλ.: Με τις πρακτικές εφαρμογές του ηλεκτρισμού άλλαξε μέσα σε λίγα χρόνια η ζωή του ανθρώπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek
τριβοηλεκτρισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται αντίθετα ηλεκτρικά φορτία σε δύο σώματα, όταν τρίβονται μεταξύ τους. Παρουσιάζεται στην τριβή μεταξύ στερεών ή μεταξύ υγρών και στερεών ή μεταξύ αερίων και στερεών. Στην περίπτωση μονωτικών σωμάτων, η… … Dictionary of Greek
Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechisch — Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Sprache — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek