-
21 ηλακάται
ἠλακάτηdistaff: fem nom /voc pl (doric)ἠλακάτᾱͅ, ἠλακάτηdistaff: fem dat sg (doric aeolic) -
22 ἠλακάται
ἠλακάτηdistaff: fem nom /voc pl (doric)ἠλακάτᾱͅ, ἠλακάτηdistaff: fem dat sg (doric aeolic) -
23 ηλακάτας
ἠλακάτᾱς, ἠλακάτηdistaff: fem acc pl (doric)ἠλακάτᾱς, ἠλακάτηdistaff: fem gen sg (doric aeolic) -
24 ἠλακάτας
ἠλακάτᾱς, ἠλακάτηdistaff: fem acc pl (doric)ἠλακάτᾱς, ἠλακάτηdistaff: fem gen sg (doric aeolic) -
25 elacata
ēlacata, ae, f. (ηλακάτη), eine Art Meerfische, die mariniert wurden, Col. 8, 17, 12. – dies. ēlacatēnes, um, m. (ηλακατηνες), Paul. ex Fest. 76, 15.
-
26 φιλ-έρῑθος
φιλ-έρῑθος, das Wollespinnen, übh. Handarbeiten liebend; Pallas, Philp. 18 (VI, 247); ἠλακάτη, Theocr. 28, 1.
-
27 λινό-κλωστος
λινό-κλωστος, ἠλακάτη, Flachs spinnend, Ep. ad. 524 (VII, 12). Bei Sp. auch = aus Flachs gesponnen.
-
28 ἀλακάτα
-
29 ἄτρακτος
ἄτρακτος, ὁ (Plut. qu. Rom. 31 steht ἠλακάτην καὶ τὴν ἄτρακτον schwerlich richtig; de S. N. V. 22 steht οἱ ἄτρακτοι), 1) die Spindel, Her. 5, 12; Plat. Polit. 281 e u. Folgde; πολυλινής Archi. 11 (VI, 39); Ἀνάγκης Plat. Rep. X, 616 c; übh. worum sich etwas dreht. – 2) Pfeil, von der ähnlichen Gestalt, Aesch. frg. 116; Soph. Phil. 290 Tr. 711; ἀτράκτων τοξόται Eur. Rhes. 312; auch in Prosa; Thuc. 4, 40 steht aber bei τὸν ἄτρακτον – λέγων τὸν ὀϊστόν, also vielleicht lakon.; vgl. ἠλακάτη. – 3) nach Poll. 1, 91 der oberste Theil der Segelstange.
-
30 ἠλακατ-ώδης
ἠλακατ-ώδης, ες, von der Gestalt der ἠλακάτη.
-
31 λινοκλωστος
-
32 φιλεριθος
-
33 веретено
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > веретено
-
34 прялка
η ρόκα, η ηλακάτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прялка
-
35 прялка
прялкаж ἡ ρόκα, ἡ ήλακάτη (ручная)/ τό ροδάνι[ον] (с колесом). -
36 αλακάταν
ἀλακάτᾱν, ἀλακάταfem acc sg (doric aeolic)ἀ̱λακάτᾱν, ἠλακάτηdistaff: fem acc sg (doric aeolic) -
37 ἀλακάταν
ἀλακάτᾱν, ἀλακάταfem acc sg (doric aeolic)ἀ̱λακάτᾱν, ἠλακάτηdistaff: fem acc sg (doric aeolic) -
38 αλακάτη
ἀλακάταfem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀ̱λακάτη, ἠλακάτηdistaff: fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
39 ἀλακάτη
ἀλακάταfem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀ̱λακάτη, ἠλακάτηdistaff: fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
40 ηλακάταις
См. также в других словарях:
ἠλακάτη — distaff fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλακάτῃ — ἠλακάτη distaff fem dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… … Dictionary of Greek
ἠλακάται — ἠλακάτη distaff fem nom/voc pl (doric) ἠλακάτᾱͅ , ἠλακάτη distaff fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλακάταις — ἠλακάτη distaff fem dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλακάτην — ἠλακάτη distaff fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλακάτης — ἠλακάτη distaff fem gen sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλακάτῃσι — ἠλακάτη distaff fem dat pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλάκατα — ἠλάκατα, τὰ (Α) [ηλακάτη] (μόνο στον πληθ.) 1. οι τούφες τών μαλλιών που είναι τοποθετημένα πάνω στην ηλακάτη, δηλ. στη ρόκα 2. το νήμα που κλώθεται από την ηλακάτη … Dictionary of Greek
αλεκάτη — η 1. ρόκα (αρχ. ἠλακάτη), όργανο τής κατεργασίας τού μαλλιού, που αποτελείται από καλαμένιο κορμό ή διχαλωτή ράβδο, γύρω από την άκρη τής οποίας τυλίγεται το μαλλί, το λινό, το βαμβάκι κ.ά. για γνέσιμο 2. η τουλούπα, η τούφα μαλλιού βαμβακιού κ.ά … Dictionary of Greek
ευηλάκατος — εὐηλάκατος, ον (αιολ. τ. εὐαλάκατος) (Α) (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραία ηλακάτη, ρόκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηλακάτη «ρόκα»] … Dictionary of Greek