Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ηλίανθος

См. также в других словарях:

  • ηλίανθος — Πολυετής, ριζωματώδης πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), η οποία κατάγεται από την Αμερική. Στην Ελλάδα καλλιεργείται εδώ και πολλά χρόνια. Φτάνει σε ύψος 2 3 μ. και έχει κιτρινόχρυσα άνθη κατά κεφάλια με διάμετρο 3 8 εκ., που… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • ηλιανθέλαιο — και ηλιέλαιο, το εδώδιμο λάδι που εξάγεται από τα σπέρματα τού φυτού ηλίανθος, κν. ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίανθος + έλαιο] …   Dictionary of Greek

  • βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …   Dictionary of Greek

  • ηλιανθίνη — Συνθετική χρωστική ουσία, με χημικό τύπο (CH3)2 N C6H4N=N C6H4 SO3H, που παρασκευάζεται με σύζευξη διαζωτωμένου σουλφανιλικού οξέος και διμεθυλανιλίνης. Χρησιμοποιείται ως χρώμα στη βαφική και ως δείκτης στην αναλυτική χημεία με τη μορφή του… …   Dictionary of Greek

  • ηλιόσπορος — και λιόσπορος, ο βοτ. ο σπόρος τού φυτού ηλίανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + σπόρος] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • λιοστρόφι — το το φυτό ηλίανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (I)* + στρόφι (< στρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • λιόδρομο — το το φυτό ηλίανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (I)* + δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»