-
1 подсолнечник
-
2 подсолнечник
бот. о ηλίανθος, το ηλιοτρόπιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подсолнечник
-
3 топинамбур
(земляная груша) бот. ηλίανθος ο κονδυλόρριζοςразг. το (ψευ-δο)κολοκάσιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > топинамбур
-
4 подсолнечник
подсо́лнечн||икм ὁ ήλιος, ὁ ήλίανθος. -
5 кулиса
-
6 подсолнечник
-а α.ηλίανθος, ήλιος, ηλιοτρόπιο.
См. также в других словарях:
ηλίανθος — Πολυετής, ριζωματώδης πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), η οποία κατάγεται από την Αμερική. Στην Ελλάδα καλλιεργείται εδώ και πολλά χρόνια. Φτάνει σε ύψος 2 3 μ. και έχει κιτρινόχρυσα άνθη κατά κεφάλια με διάμετρο 3 8 εκ., που… … Dictionary of Greek
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
ηλιανθέλαιο — και ηλιέλαιο, το εδώδιμο λάδι που εξάγεται από τα σπέρματα τού φυτού ηλίανθος, κν. ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίανθος + έλαιο] … Dictionary of Greek
βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό … Dictionary of Greek
ηλιανθίνη — Συνθετική χρωστική ουσία, με χημικό τύπο (CH3)2 N C6H4N=N C6H4 SO3H, που παρασκευάζεται με σύζευξη διαζωτωμένου σουλφανιλικού οξέος και διμεθυλανιλίνης. Χρησιμοποιείται ως χρώμα στη βαφική και ως δείκτης στην αναλυτική χημεία με τη μορφή του… … Dictionary of Greek
ηλιόσπορος — και λιόσπορος, ο βοτ. ο σπόρος τού φυτού ηλίανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + σπόρος] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… … Dictionary of Greek
λιοστρόφι — το το φυτό ηλίανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (I)* + στρόφι (< στρέφω)] … Dictionary of Greek
λιόδρομο — το το φυτό ηλίανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (I)* + δρόμος] … Dictionary of Greek
φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… … Dictionary of Greek