Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ηκα

  • 41 ἑσσόομαι

    ἑσσόομαι 1 aor. ἡσσώθην (Ionic for ἡσσάομαι—Hdt. 1, 82, 3; 2, 169, 1; 8, 130, 2; s. JWackernagel, Hellenistica 1907, 17–19; B-D-F §34, 1; Mlt-H. 107; 240; 396; difft. W-S. §15, p. 127) to be put in lesser or worse circumstances or status, be inferior to or be worse off than τί γάρ ἐστιν ὸ̔ ἡσσώθητε ὑπὲρ τὰς λοιπὰς ἐκκλησίας; in what respect, then, are you being made to feel less important than the other congregations? 2 Cor 12:13 (ἡττήθητε v.l.).—FZorell, BZ 9, 1911, 160f. DELG s.v. ἦκα.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἑσσόομαι

  • 42 ἡττάομαι

    ἡττάομαι (ἥσσων, cp. next entry) in our lit. only in pass. (so Soph., Hdt. et al.; pap, LXX [Thackeray 122]; TestSol 17:4 P [act.]; Test12Patr; Jos., Bell. 1, 57 al.; Just. On the spelling w. ττ s. B-D-F §34, 1; Mlt-H. 107; JWackernagel, Hellenistica 1907, 12ff); 1 fut. ἡττηθήσομαι LXX; 1 aor. ἡττήθην; perf. ἥττημαι
    to be vanquished, be defeated, succumb τινί to/by a pers. or thing (Plut., Cato Min. 16, 7; Is 51:7; Jos., Ant. 1, 288; TestReub 5:3; Just., A II, 5, 3) 2 Pt 2:19; cp. vs. 20.
    to be made to feel less important, be treated worse ὑπέρ τι to someth. 2 Cor 12:13 v.l.; s. ἑσσόομαι.—DELG s.v. ἦκα. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἡττάομαι

  • 43 ἥσσων

    ἥσσων (cp. the deriv. ἡττάομαι; Hom. et al.; ins [SIG 709, 3]; pap [UPZ 113, 12: 156 B.C.; PTebt 105, 36]; LXX [Thackeray 122]), ἥττων (Aristoph., Pla. et al.; ins [SIG 851, 10]; pap [PPetr II, 47, 26: 208 B.C.; PTebt 329, 29] s. Gignac I 147; LXX; TestNapht 2:7 [?]; EpArist 257; Joseph.; Just.; Ath. 24, 5), ον, gen. ονος. Comp. without a positive: pert. to being less on a scale of evaluation, lesser, inferior, weaker ἥς. ἁμαρτία a lesser sin 1 Cl 47:4. ἥς. κίνδυνος 55:6 v.l. ἥς. τόπος Mt 20:28 D=Agr 22.—Subst. ὁ ἥς. Mt 20:28 v.l.; οἱ ἥς. 1 Cl 39:9 (Job 5:4). τὸ ἧσσον (opp. τὸ κρεῖσσον): εἰς τὸ ἧς. συνέρχεσθε (when) you come together (it is) for the worse (but the comp. sense is no longer strongly felt: AFridrichsen, Horae Soederblom. I/1, ’44, 30f) 1 Cor 11:17.—The neut. as adv. less (M. Ant. 3, 2, 6; Jos., Ant. 4, 194; 5, 206; Just., A I, 18, 6 and D. 95, 1) εἰ περισσοτέρως ὑμᾶς ἀγαπῶν ἧσσον ἀγαπῶμαι; if I love you much more, am I on that account to be loved less? 2 Cor 12:15. οὐχ ἧττον (v.l. ἥττονι) 1 Cl 55:6 no less, just so (Just., A I, 18, 6).—DELG s.v. ἦκα (adv.). M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἥσσων

См. также в других словарях:

  • ήκα — ἦκα (Α) επίρρ. 1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ ἐπ ἀριστερά», Ομ. Ιλ.) 2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.) 3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.) 4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες… …   Dictionary of Greek

  • ἦκα — slightly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἧκα — ἵημι Ja c io aor ind act 1st sg ἵημι Ja c io aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἦκ' — ἦκα , ἦκα slightly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιβγαίνω — ήκα, αντιμετωπίζω, ανταγωνίζομαι: Αυτός ο άνθρωπος σ όλα μου αντιβγαίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ήκιστος — (I) ἤκιστος, η, ον (Α) [ήκα] (υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.). (II) ἥκιστος, η, ον (Α) 1. (ως υπερθ. τού μικρός, τού κακός και… …   Dictionary of Greek

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • ηκαίος — ἠκαῑος, α, ον (Α) [ήκα] (επίθ. από το επίρρ. ήκα) (κατά τον Ησύχ.) «ἠκαῑον ασθενές» …   Dictionary of Greek

  • πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ …   Dictionary of Greek

  • ἦχ' — ἦχα , ἄγω lead perf ind act 1st sg ἦχε , ἄγω lead perf imperat act 2nd sg ἦχε , ἄγω lead perf ind act 3rd sg ἦκα , ἦκα slightly indeclform (adverb) ἦχε , ἦχος sound masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἧκ' — ἧκε , ἥκω to have come imperf ind act 3rd sg ἧκε , ἥκω to have come pres imperat act 2nd sg ἧκε , ἥκω to have come imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἧκα , ἵημι Ja c io aor ind act 1st sg ἧκε , ἵημι Ja c io aor ind act 3rd sg ἧκα , ἵημι Ja c… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»