-
1 ηθικόν
-
2 ἠθικόν
-
3 λογικός
A of or for speaking or speech, μέρη λ. the organs of speech, Plu.Cor.38: λογική, ἡ, speech, opp. μουσική, D.H. Comp. 11;λ. φαντασία
expressed in speech,Stoic.
2.61.2 of or in eloquence,ἀγῶνες Philostr.VS1.22.1
;ἀκροάσεις λ. καὶ ὀργανικαί Supp.Epigr.2.184.6
(Tanagra, ii B.C.).3 suited for prose,ὁ ἡρῷος σεμνὸς καὶ οὐ λ. Demetr.Eloc.42
; τὸ λ., opp. τὸ μεγαλοπρεπές, ib.41; of persons, writing in prose, D.L.5.85;ἐγκώμιον λ.
in prose,IG
9(2).531.43 (Thess.).II possessed of reason, intellectual,μέρος Ti.Locr.99e
, al.;τὸ λ. ζῷον Chrysipp.Stoic.3.95
; ἀρεταὶ λ., = διανοητικαί, opp. ἠθικαί, Arist.EN 1108b9.2 dialectical, argumentative, οἱ λ. διάλογοι of Plato, such as the Theaetetus and Cratylus, D.L.3.58; in Arist. usu. like διαλεκτικός, λ. συλλογισμός APo. 93a15, cf. Top. 162b27; more abstract, Metaph. ; λ. δυσχέρειαι ib. 1005b22;λ. ἀπόδειξις GA 747b28
; but also, logical, λ. συλλογισμοί, opp. ῥητορικοί, Rh. 1355a13. Adv. - dialectically, Metaph. , APo. 84a7, 88a19;φυσικῶς καὶ λ. GC 316a11
: [comp] Comp. - ώτερον Cael. 275b12.b Subst., ἡ λογική (sc. τέχνη) logic, Cic.Fin.1.7.22; alsoτὰ λογικά Id.Tusc.4.14.33
; περὶ λογικῶν title of work, Democr.10b; τὸ λ., opp. τὸ φυσικόν, τὸ ἠθικόν, Zeno Stoic. 1.15, etc.3 of the 'dogmatic' school of physicians,ἡ λ. αἵρεσις Gal.Sect.Intr.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογικός
-
4 φυσικός
A natural, produced or caused by nature, inborn, native, once in X.,Mem.3.9.1, not in Pl., freq. in Arist. (τὰ περὶ γένεσιν φ. Ph. 191a3
, al.), and later Prose; opp. διδακτός, X. l.c.; opp. νομικός (conventional), ; ἡ φ. χρῆσις, opp. ἡ παρὰ φύσιν, Ep.Rom.1.26; of style, natural, simple,ἀληθὲς καὶ φ. χρῶμα D.H.Th.42
; τὸ φ., opp. τὸ τεχνικόν, ib.34: φ. υἱός, = ὁ ἐκ πορνείας γεγονώς, opp. γνήσιος, Thom.Mag.p.362 R.;υἱὸς γνήσιος καὶ φ. PLips.28.18
(iv A. D.). Adv. - κῶς by nature, naturally, κινητόν, κινεῖσθαι, Arist.Ph. 201a24, Cael. 307b32;ὠχυρωμένη φ. λίμνῃ D.S.20.55
;ἀκατασκεύως καὶ φ. Plb.6.4.7
, etc.2 belonging to growth, Stoic.2.205, al.3 φ. ὀδόντες milk-teeth, Nicom. ap. Theol.Ar.49.II of or concerning the order of external nature, natural, physical,ἡ φ. ἐπιστήμη Arist.PA 640a2
; φ. φιλοσοφία ib. 653a9;ἡ φ. Id.Metaph. 1026a6
, etc.; opp. μαθηματική, θεολογική, ib. 1064b2; τὰ φ. ib. 1026a4; οἱ φ. λόγοι f.l. for οἱ φυσιολόγοι, Id.EN 1154b7; φ. προτάσεις, opp. ἠθικαί, λογικαί, Id.Top. 105b21; τὸ φ., τὸ ἠθικόν, τὸ λογικόν, the three branches of philosophy, Zeno Stoic.1.15, etc., cf. S.E.P.2.13; τὰ πρῶτα καὶ -ώτατα the primal elements of things, Plu.2.395d.2ὁ φ.
an inquirer into nature, natural philosopher,Arist.
de An. 403a28, PA 641a21, Metaph. 1005a34;περὶ πασῶν [τῶν αἰτιῶν] εἰδέναι τοῦ φ. Id.Ph. 198a22
, cf. Metaph. 1026a5: esp. of the Ionic and other pre-Socratic philosophers, Id.Ph. 184b17, 187a12, 205a5, al.: also ὁ φ., of Epicurus, Phylarch. 24J.; ὁ φυσικώτατος, of Thales, Luc.Ner.4.b army surgeon, dub. in IG12.950.153.3 ἡ φ. ἀκρόασις, title of a treatise by Arist.; τὰ φυσικά, a name given to his physical treatises, Id.Ph. 267b21, Metaph. 1042b8;ἐπιτομὴ φυσικῶν Id.Pr. 10t
it.4 Adv.- κῶς
according to the laws of nature,Id.
Ph. 198a23; opp. λογικῶς, ib. 204b10: [comp] Comp.- ώτερον εἰπεῖν Id.GC 335b25
.III later, belonging to occult laws of nature, magical, φ. φάρμακα spells or amulets, Alex. Trall.1.15;φυσικοῖς χρῆσθαι Gp.2.18.8
; φ. θεραπεία ib.2.42.3; φ. δακτύλιοι Sch.Ar.Pl. 884. Adv.- κῶς Gp.9.1.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσικός
-
5 ἠθικός
Aἦθος 11
) moral, opp. διανοητικός, Arist.EN 1103a5, al.; τὰ ἠθικά a treatise on morals, Id.Pol. 1295a36, cf. Democr.4a;οἱ ἠ. λόγοι Phld. Herc.1251.13
; τὸ ἠ. φιλοσοφίας, opp. φυσικόν, διαλεκτικόν, D.L. Prooem.18;ἡ ἠ. φιλοσοφία Str.1.1.18
; ἡ ἠ. alone, Ph.1.370.II showing moral character, expressive thereof, ; πῶς.. τοὺς λόγους ἠ. ποιητέον ib. 1391b22, cf. 1395b13;ἠ. τραγῳδία Id.Po. 1456a1
; ἡ Ἰλιὰς παθητικόν, ἡ δὲ Ὀδύσσεια ἠ. ib. 1459b15; ἠ. μέλη, ἁρμονίαι, Id.Pol. 1341b34, 1342a3 ([comp] Sup.); οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ.. ὀργιαστικόν ib. 1341a21; ἠ. γραφεύς, ἀγαλματοποιός, ib. 1340a38; ἠθικὴ ἡ ἐν ὀφθαλμοῖς the expression of character by the eyes, Philostr. Gym.25. Adv. -κῶς, λεκτέον (opp. ἀποδεικτικῶς) Arist.Rh. 1418a39; ἠ. μειδιάσας laughing expressively, Plu.Brut.51;ἐπικροτεῖν τὸ μετακάρπιον Aristaenet.1.27
; in character, Demetr.Eloc. 216; naturally, ib. 297. -
6 ὀργιαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀργιαστικός
См. также в других словарях:
ἠθικόν — ἠθικός moral masc acc sg ἠθικός moral neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Этика — Эта статья или раздел нуждается в переработке. Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей … Википедия
Нрав — Этика (греч. ἠθικόν, от др. греч. ἦθος этос, «нрав, обычай») исследование первопричин морали. Этика есть учение о морали и о нравственности. В Викисловаре есть статья «этика» Термин впервые употреблён Аристотелем как обозначение особой области … Википедия
Нравы — Этика (греч. ἠθικόν, от др. греч. ἦθος этос, «нрав, обычай») исследование первопричин морали. Этика есть учение о морали и о нравственности. В Викисловаре есть статья «этика» Термин впервые употреблён Аристотелем как обозначение особой области … Википедия
Философия морали — Этика (греч. ἠθικόν, от др. греч. ἦθος этос, «нрав, обычай») исследование первопричин морали. Этика есть учение о морали и о нравственности. В Викисловаре есть статья «этика» Термин впервые употреблён Аристотелем как обозначение особой области … Википедия
αναρρωτήριο — το νοσηλευτικό ίδρυμα, όπου παρακολουθείται μόνο και υποβοηθείται η θεραπεία των ασθενών, δίχως να γίνονται χειρουργικές επεμβάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία («αναρρωτήριον ηθικόν»)] … Dictionary of Greek
δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… … Dictionary of Greek
Καρασούτσας, Ιωάννης — (Σμύρνη 1824 – Αθήνα 1873). Ποιητής. Τύπωσε την πρώτη συλλογή του σε ηλικία 17 ετών και ακολούθησαν πλήθος άλλες. Αν και ήταν άκαμπτος οπαδός της καθαρεύουσας, η ποίησή του διακρίνεται από λεπτότητα και ευαισθησία. Μια ενδιαφέρουσα πλευρά των… … Dictionary of Greek