-
1 πολιτική
η1) политика, (политическая) линия, курс;εξωτερική (εσωτερική) πολιτική — внешняя (внутренняя) политика;
φιλειρηνική πολιτική — миролюбивая политика;
ψυχροπολεμική πολιτική — политика холодной войны;
2) занятие политикой; активное участие в политической жизни; политическая деятельность (государственного деятеля);3) перен. дипломатия; политика (разг);έξυπνη πολιτική — хитрая политика
-
2 миролюбивый
миролюбивый ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός· \миролюбивыйые народы οι φιλειρηνικοί λαοί* \миролюбивыйая политика η φιλειρηνική πολιτική* * *ειρηνόφιλος, φιλειρηνικόςмиролюби́вые наро́ды — οι φιλειρηνικοί λαοί
миролюби́вая поли́тика — η φιλειρηνική πολιτική
-
3 миролюбивый
επ., βρ: --бив, -а, -оειρηνόφιλος, φιλειρηνικός•-ые государства ειρηνόφιλα κράτη•
-ая политика φιλειρηνική πολιτική.
|| ειρηνευτικός, ειρηνικός•миролюбивый тон ειρηνικός τόνος.
См. также в других словарях:
Τζόνσον, Άντριου — (Johnson, 1808 – 1875). Αμερικανός πολιτικός. Γεννήθηκε στην Πολιτεία της Bόρειας Καρολίνας αλλά τελικά εγκαταστάθηκε στην Πολιτεία του Τενεσί και δεν άργησε να ενδιαφερθεί για την πολιτική ως μέλος του δημοκρατικού κόμματος. Το 1843 έγινε μέλος… … Dictionary of Greek
Αλκιβιάδης — I (Αθήνα 452 – Γρύνιο Φρυγίας 402 π.Χ.).Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Δισέγγονος του Κλεισθένη, ανιψιός του Περικλή (ο οποίος μάλιστα τον κηδεμόνευε αρκετά χρόνια, γιατί o πατέρας του Κλεινίας είχε σκοτωθεί στη μάχη της Κορώνειας το 447 π.Χ.) … Dictionary of Greek
Έντγκαρ ο Ειρηνικός — (EdgarEadgar, 944 – 975). Αγγλοσάξονας βασιλιάς. Ήταν ο νεότερος γιος του Εδμόνδου του Μεγαλοπρεπούς. Ανήλθε στον θρόνο με την υποστήριξη των ευγενών που ήταν δυσαρεστημένοι από τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο Έ. αναμόρφωσε τον κλήρο, αναδιοργάνωσε… … Dictionary of Greek
Σαπούρ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Σ. ο A’. Βασιλιάς της Περσίας (240 271). Ήταν γιος του Αρταξέρξη (226 240), του θεμελιωτή της δυναστείας των Σασανιδών. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, γιατί οι Αρμένιοι προσπάθησαν να… … Dictionary of Greek
φιλειρηνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αγαπάει την ειρήνη, ο φίλος της ειρήνης, ο ειρηνόφιλος, ο ειρηνιστής. 2. αυτός που αναφέρεται στην εξασφάλιση της ειρήνης: Φιλειρηνική πολιτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek