Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

έξυπνη

  • 1 неглупый

    неглупый
    прил Εξυπνος, ὄχι κουτός:
    \неглупый человек ἐξυπνος ἀνθρωπος· \неглупый ответ ἡ Εξυπνη ἀπάντηση.

    Русско-новогреческий словарь > неглупый

  • 2 умник

    умник м, умиица м, ж разг ὁ Εξυπνος (о мужчине)! ἡ ἐξυπνη (о женщине):
    он большой умница εἶναι πολύ ίξυπνος· будь умницей νά είσαι φρόνιμος.

    Русско-новогреческий словарь > умник

  • 3 πολιτική

    η
    1) политика, (политическая) линия, курс;

    εξωτερική (εσωτερική) πολιτική — внешняя (внутренняя) политика;

    φιλειρηνική πολιτική — миролюбивая политика;

    ψυχροπολεμική πολιτική — политика холодной войны;

    2) занятие политикой; активное участие в политической жизни; политическая деятельность (государственного деятеля);
    3) перен. дипломатия; политика (разг);

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πολιτική

  • 4 smart bomb

    noun (a bomb that is designed to locate the target and hit it accurately.) ηλεκτρονική βόμβα, `έξυπνη` βόμβα

    English-Greek dictionary > smart bomb

  • 5 мысль

    θ.
    1. σκέψη, στοχασμός• συλλογισμός• κρίση, νους•

    светлая мысль φωτεινή σκέψη•

    остроумная мысль πολύ έξυπνη σκέψη•

    предвзятая προκατειλημμένη σκέψη•

    странная мысль παράξενη σκέψη•

    погрузиться в свой -и βυθίζομαι σε σκέψεις•

    у меня и в -ях не было ούτε καν μου πέρασε από το νου•

    у меня мелкнула μου πέρασε από τα νού η σκέψη•

    мне: пришло на мысль μου ήρθε στη σκέψη.

    2. ιδέα γνώμη, άποψη•

    мы с вами одних -и οι δυό μας έχομε την ίδια γνώμη•

    основная мысль произведения η βασική ιδέα του (λογοτεχνικού) έργου•

    это хорошая мысль αυτή είναι καλή ιδέα•

    у мени на этот счёт свой -и ως προς αυτό έχω τις δικές μου απόψεις.

    || υπόνοια, υπόθεση•

    я не допускаю и -и δεν επιτρέπω ούτε υπόνοια.

    εκφρ.
    образ -ей – τρόπος σκέψης•
    иметь в -ях – έχω στη σκέψη ή κατά νου•
    не иметь в -ях – δε σκέφτομαι, δε σκοπεύω, δεν έχω κατά νου.

    Большой русско-греческий словарь > мысль

  • 6 неглупый

    επ., βρ: -глуп, -а, -о
    όχι κουτός• έξυπνος• λογικός, μυαλωμένος•

    неглупый человек έξυπνος άνθρωπος•

    неглупый ответ έξυπνη απάντηση•

    неглупый совет λογική συμβουλή.

    Большой русско-греческий словарь > неглупый

  • 7 ответ

    α.
    1. απάντηση• απόκριση•

    положительный ответ θετική απάντηση•

    отрицательный ответ αρνητική απάντηση•

    -ы на.вопросы απαντήσεις σε ερωτήματα•

    меткий ответ εύστοχη (πετυχημένη) απάντηση•

    ответ на письмо απάντηση σε επιστολή•

    дай ответ απάντησε•

    остроумный ответ έξυπνη απάντηση•

    каков вопрос, таков и ответ τέτοια η ερώτηση, τέτοια και η απάντηση.

    2. απήχηση, ανταπόκριση (για αισθήματα).
    3. (μαθ.) λύση•

    правильный ответ σωστή λύση.

    4. λογοδοσία, λόγος•

    призвать к -у καλώ να δόσειλόγο (να λογοδοτήσει).

    εκφρ.
    в ответ – σε απάντηση•
    быть в -е – είμαι υπεύθυνος•
    ни -а ни привета – ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

    Большой русско-греческий словарь > ответ

  • 8 отпустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω•

    -и его άφησε τον•

    отпустить на праздник, в гости αφήνω να πάει στη γιορτή, φιλοξενούμενος.

    || εξυπηρετώντας αφήνω•

    отпустить клиента τελειώνω με τον πελάτη.

    || αφήνω ελεύθερο•

    птицу αφήνω ελεύθερο το πουλάκι•

    отпустить заключнного из тюрьмы αφήνω ελεύθερο το φυλακισμένο.

    || παλ. απολύω, διώχνω (αποτην υπηρεσία).
    2. χαλαρώνω, λασκάρω ξεσφίγγω•

    отпустить вервку λασκάρω την τριχιά.

    || αμ. εξασθενίζω, αδυνατίζω, ξεπέφτω μειώνομαι, ελαττώνομαι λιγοστεύω•

    мороз -ил το κρύο ξέπεσε.

    || περνώ, παύω, σταματώ•

    боль сразу меня -ла ο πόνος αμέσως με άφησε.

    3. αφήνω να μεγαλώσει•

    отпустить усы αφήνω μουστάκια.

    4. δίνω, χορηγώ, παρέχω. || παραχωρώ, εκχωρώ ψηφίζω κονδύλιο. || πουλώ•

    отпустить товар πουλώ εμπόρευμα.

    5. λέγω, προφέρω εκστομίζω•

    отпустить кошшмнты λέγω κοπλιμέντα•

    отпустить умное слово λέγω πετυχημένη (έξυπνη) λέξη.

    6. παλ. συγχωρώ (αμαρτία, λάθος κ.τ.τ.).
    7. τροχίζω, ακονίζω.
    8. δένω•

    отпустить сталь αφήνω (εκθέτω) να δέσει το ατσάλι.

    χαλαρώνω, λασκάρω ξεσφίγγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отпустить

  • 9 эпиграмма

    θ.
    1. παλ.
    επίγραμμα, επιγραφή επιτύμβια ή αναμνηστική.
    2. ποιηματάκι σατυρικό.
    3. παλ. έξυπνη και δηκτική επίκριση.

    Большой русско-греческий словарь > эпиграмма

См. также в других словарях:

  • ευρησιλογία — εὑρησιλογία και εὑρεσιλογία, ἡ (ΑΜ) [ευρησίλογος] η ικανότητα να βρίσκει κάποιος έξυπνη ερμηνεία ή έξυπνα επιχειρήματα για κάτι αρχ. 1. φρ. «εὑρησιλογίαν ἔχειν» (για φαινόμενο) το να επιδέχεται έξυπνη ερμηνεία 2. ικανότητα στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… …   Dictionary of Greek

  • Γοργώ — I Μυθολογικόπρόσωπο. Βλ. λ. Γοργόνα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά Κλεομένη της Σπάρτης και σύζυγος του Λεωνίδα (5ος αι. π.Χ.). Πολύ έξυπνη, κατάλαβε πως ο πατέρας της κινδύνευε να καμφθεί όταν ο Πέρσης πρέσβης του ζήτησε γη… …   Dictionary of Greek

  • αντρογυναίκα — η 1. γυναίκα με ανδροπρεπή εμφάνιση ή συμπεριφορά 2. γυναίκα έξυπνη και ικανή σαν άντρας …   Dictionary of Greek

  • διέξοδος — η (AM διέξοδος) [έξοδος] 1. χώρος, άνοιγμα απ όπου μπορεί κανείς να περάσει, πέρασμα, διάβαση 2. μέσο, τρόπος διαφυγής νεοελλ. 1. λαθραία ή έξυπνη διαφυγή, ξεγλίστρημα 2. φρ. «διέξοδος εμπορική» εξαγωγή και πώληση τών προϊόντων μιας χώρας σε άλλη …   Dictionary of Greek

  • ευρησιλογώ — εὑρησιλογώ και εὑρεσιλογῶ, έω (ΑΜ) [ευρησίλογος] εφευρίσκω ευφυή επιχειρήματα ή έξυπνη ερμηνεία για κάτι …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • κόφτης — και κόπτης, ο θηλ. κόπτρια και κόφτρα 1. τεχνίτης ειδικός στο να κόβει υφάσματα ή δέρματα για κατασκευή ενδυμάτων ή υποδημάτων 2. (το αρσ.) εργαλείο με το οποίο κόβονται ή υφίστανται κατεργασία σκληρά αντικείμενα, αλλ. κοπέας 3. κόλακας 4. το θηλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»