-
1 ζῳο-ποιέω
ζῳο-ποιέω, lebende Wesen, Junge hervorbringen, Arist. H. A. 5, 27; Luc. V. H. 1, 22 u. Sp.
-
2 συ-ζωο-ποιέω
συ-ζωο-ποιέω, mit oder zugleich lebendig machen, beleben, N. T.
-
3 ζῳοποιέω
ζῳο-ποιέω, lebende Wesen, Junge hervorbringen -
4 ζωοποιεω
-
5 συζωοποιέω
συ-ζωο-ποιέω, mit oder zugleich lebendig machen, beleben
См. также в других словарях:
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek