-
1 ζῳο-γονικός
ζῳο-γονικός, ή, όν, zum Erzeugen lebendiger Wesen geschickt, Philo.
-
2 ζῳογονικός
ζῳο-γονικός, ή, όν, zum Erzeugen lebendiger Wesen geschickt
См. также в других словарях:
θεογονικός — θεογονικός, ή, όν (Α) αυτός που γέννησε θεό («θεογονικός κόλπος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γονικός (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ζωο γονικός, ψυχο γονικός] … Dictionary of Greek