-
1 βρυω
1) цвести, расцветать(ἄνθεϊ λευκῷ Hom.; μίλακι καλλικάρπῳ Eur.; χωρος βρύων δάφνης, ἀμπέλου Soph.; ἄνθος βρύει Luc.)
ὅταν ἥ γῆ βρύῃ Xen. — когда земля покроется растительностью2) изобиловать, кишеть(ἀγαθοῖσι Aesch.; μελίτταις καὴ προβάτοις καὴ στεμφύλοις Arph.; φυτοῦς καὴ ζῴοις Arst.)
3) бурлить, кипеть(παμμάχῳ θράσει Aesch.)
νόσου β. Aesch. — томиться недугом4) изливать, струить5) взращивать(ῥόδα Anacr.)
-
2 εναριθμιος
21) относящийся к числу (кого или чего-л.)ζῳοῖς ἐ. Theocr. — находящийся в числе живых
2) восполняющий недостающее число, замещающий3) имеющий значение, играющий заметную роль(οὔτ΄ ἐν πολέμῳ οὔτ΄ ἐνὴ βουλῇ Hom.)
-
3 ευβοτος
21) богатый пастбищами(νῆσος Hom.)
2) изобилующий, обильный(τοῖς ζῴοις πᾶσιν Plat.; θρέμμασιν Plut.)
3) упитанный, тучный(ἀμνός Theocr.)
-
4 ζωη
ион. ζόη, дор. ζωά и ζόα, эол. ζοΐα ἥ1) (тж. ζωᾶς βιοτή Eur.) жизнь(περὴ ζωῆς καὴ θανάτου λέγειν Plat.; ἥ ζ. ἐν τοῖς ζῴοις καὴ τοῖς φυτοῖς εὑρέθη Arst.)
τοῦ βίου διαπορεύεσθαι ζωήν Plat. — проходить свой жизненный путь;ζωῆς μῆκος Arst. — долговечность2) средства к жизни, средства пропитанияτέν ζόην ποιεῖσθαι ( или καθίστασθαι) ἀπό ( или ἔκ) τινος Her. — добывать средства к жизни, жить чем-л.
3) образ жизни4) имущество, достояние(ζωέν καταφαγέειν Hom.)
οἱ ζ. ἦν ἄσπετος Hom. — имущества у него (Одиссея) было без счета -
5 ημεροτης
-
6 περιοχεομαι
быть (по всем направлениям) проходимым, проезжаемымἡ γῆ περιοχουμένη ζῴοις Arst. — земля, исхоженная живыми существами
См. также в других словарях:
ζωοῖς — ζωός alive masc/neut dat pl ζωόω impregnate pres opt act 2nd sg ζωόω impregnate pres subj act 2nd sg ζωόω impregnate pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοῖς — ζῳόω fashion into an animal pres opt act 2nd sg ζῳόω fashion into an animal pres subj act 2nd sg ζῳόω fashion into an animal pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῴοις — ζώιον neut dat pl ζῷον living being neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώοις — ζώω gu̲ie pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναπεργάζομαι — ἐναπεργάζομαι (Α) προκαλώ κάτι σε κάποιον ή σε κάτι («ταῡτα τοῑς ζῴοις ἐναπεργάζεται», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
εύβοτος — εὔβοτος, ον (Α) 1. (για περιοχή) αυτός που έχει άφθονη και καλή βοσκή («τοῑς ζῴοις πᾱσιν εὔβοτον», Πλάτ.) 2. ευτραφής, καλοθρεμμένος («εὔβοτος ἀμνός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, βού βοτος] … Dictionary of Greek
ιδιαίτερος — η, ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, έρα, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» ο τόπος γέννησης γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῑς ζῴοις εἰσὶ, τοῡτο δ ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν… … Dictionary of Greek
κυρήβασις — και κυρηβασία, ἡ (Α) [κυρηβάζω] χτύπημα με τα κέρατα (α. «κυρηβασία λέγεται ἡ διὰ τῶν κεράτων μάχη, ἥπερ ἐν τοῑς ἀλόγοις ζῴοις γίνεται ἢ ἡ πλῆξις τῶν τράγων», λεξ. Σούδα β. «κυρηβάσεις γὰρ λέγονται αἱ πλήξεις τῶν τράγων καὶ γὰρ ἐκεῑνοι ταῑς… … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
περιελίσσω — ΝΜΑ τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο νεοελλ. 1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω 2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» τα αναρριχώμενα φυτά αρχ. 1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι 2. κατασκευάζω γύρω … Dictionary of Greek
περιοχούμαι — έομαι, Α παθ. τρέχουν επάνω μου προς όλες τις κατευθύνσεις («γῆ... περιοχουμένη ζῴοις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀχοῦμαι «βαστάζω, φέρω»] … Dictionary of Greek