-
1 ζωοφόρος
-
2 ζωοφορος
-
3 ζῳοφόρος
Βλ. λ. ζωοφόρος -
4 ζωόφορος
ζωόφορ-ος, ον,II [full] ζῳοφόρος, ον, bearing animals: and so,1 bearing the figures of animals, sculptured,πίνακες D.S.18.26
; Lat. zophorus, as Subst., frieze, Vitr.3.5.10.2 ὁ ζ. κύκλος,= ὁ ζῳδιακός, Arist.Mu. 392a11, Corp.Herm.13.12, etc.; without κύκλος, Ph.2.153, AP14.124; σφαῖρα ἡ ζ. ( ζωηφ- cod.) Ph.2.294.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωόφορος
-
5 ζῳοφόρος
-
6 ζωοφόρον
ζωοφόροςmasc /fem acc sgζωοφόροςneut nom /voc /acc sg——————ζῳοφόροςlife-giving: masc /fem acc sgζῳοφόροςlife-giving: neut nom /voc /acc sg -
7 ζωοφόρου
ζωόφοροςlife-giving: masc /fem /neut gen sgζωοφόροςmasc /fem /neut gen sg——————ζῳοφόροςlife-giving: masc /fem /neut gen sg -
8 ζωοφόρους
ζωόφοροςlife-giving: masc /fem acc plζωοφόροςmasc /fem acc pl——————ζῳοφόροςlife-giving: masc /fem acc pl -
9 ζωοφόρω
ζῳοφόροςlife-giving: masc /fem /neut nom /voc /acc dualζῳοφόροςlife-giving: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————ζῳοφόροςlife-giving: masc /fem /neut dat sg -
10 ζῳ-φόρος
-
11 διαζωννυμι
1) перепоясывать, подпоясывать(διεζωσμένη τέν ἐσθῆτα, sc. γυνή Luc.)
διεζωσμένος Thuc. — с повязкой на бедрах;2) опоясывать, окружать(φλὸξ διαζώσασα πανταχόθεν τέν πόλιν Plut.; ὅ ζῳοφόρος κύκλος διὰ τῶν τροπικῶν διέζωσται Arst.; ῥάχει δυσβάτῳ διεζῶσθαι Polyb.)
ἥ χώρα μέση διέζωσται ὄρεσιν Xen. — страна посредине пересечена горами -
12 εγκαρσιος
31) поперечный(ὁδός Her.; τεῖχος Thuc.)
2) косой, наклонный(ὅ ζῳοφόρος κύκλος Arst.)
3) косвенный, непрямой -
13 ζωοφόρων
-
14 ζῳοφόρων
-
15 ζώφορος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζώφορος
См. также в других словарях:
ζωοφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοφόρος — life giving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοφόρος — (I) ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος]. (II) ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, ον) 1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόρος… … Dictionary of Greek
ζωφόρος ή ζωοφόρος — Ονομασία οριζόντιας συνήθως διακοσμητικής ζώνης ενός κτιρίου. Στην ειδική περίπτωση των αρχαίων κλασικών ναών, ζ. είναι η ζώνη μεταξύ επιστυλίου και γείσου, διακοσμημένη συχνά με παραστάσεις ανάλογες με την εποχή και τον αρχιτεκτονικό ρυθμό του… … Dictionary of Greek
ζωοφόρον — ζωοφόρος masc/fem acc sg ζωοφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοφόρου — ζωόφορος life giving masc/fem/neut gen sg ζωοφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοφόρους — ζωόφορος life giving masc/fem acc pl ζωοφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοφόρον — ζῳοφόρος life giving masc/fem acc sg ζῳοφόρος life giving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοφόρω — ζῳοφόρος life giving masc/fem/neut nom/voc/acc dual ζῳοφόρος life giving masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοφόρου — ζῳοφόρος life giving masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοφόρους — ζῳοφόρος life giving masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)