-
1 ζωοτροφική
-
2 ζῳοτροφική
См. также в других словарях:
ζῳοτροφική — ζῳοτροφικός connected with the feeding of animals fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτροφικός — (I) ή, ό [ζωοτροφία (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (Ι) 2. αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες. (II) ή, ό (AM ζῳοτροφικός, ή, όν) [ζωοτροφία (ΙΙ)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (ΙΙ), κατάλληλος για τη ζωοτροφία… … Dictionary of Greek