-
1 ζάλα
ζάλᾱ, ζάληsquall: fem nom /voc /acc dualζάλᾱ, ζάληsquall: fem nom /voc sg (doric aeolic)ζάλᾱ, ζαλάωdriving: pres imperat act 2nd sgζάλᾱ, ζαλάωdriving: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————ζάλαι, ζάληsquall: fem nom /voc plζάλᾱͅ, ζάληsquall: fem dat sg (doric aeolic) -
2 ζάλα
1 storm, met., tribulationοἱ δ' ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.12
-
3 ζάλᾳ
Βλ. λ. ζάλα -
4 ζάλας
ζάλᾱς, ζάληsquall: fem acc plζάλᾱς, ζάληsquall: fem gen sg (doric aeolic)ζάλᾱς, ζαλάωdriving: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
5 ζάλαι
ζάληsquall: fem nom /voc plζάλᾱͅ, ζάληsquall: fem dat sg (doric aeolic) -
6 ζακυνθίδες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζακυνθίδες
См. также в других словарях:
ζάλα — ζάλᾱ , ζάλη squall fem nom/voc/acc dual ζάλᾱ , ζάλη squall fem nom/voc sg (doric aeolic) ζάλᾱ , ζαλάω driving pres imperat act 2nd sg ζάλᾱ , ζαλάω driving imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλα — ζάλα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θόρυβος» … Dictionary of Greek
ζάλᾳ — ζάλαι , ζάλη squall fem nom/voc pl ζάλᾱͅ , ζάλη squall fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλας — ζάλᾱς , ζάλη squall fem acc pl ζάλᾱς , ζάλη squall fem gen sg (doric aeolic) ζάλᾱς , ζαλάω driving imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλο — το (Μ ζάλο και ζάλον) 1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή 2. πήδημα 3. φρ. α) «στέκω σ ένα ζάλο» μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη β) «παίρνω τα ζάλα» προχωρώ γ) «ζάλο και ζάλο» βήμα βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση τού… … Dictionary of Greek
μετρητός — ή, ό (ΑΜ μετρητός, ή, όν) [μετρώ] 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ… … Dictionary of Greek
μυριοχαίρομαι — χαίρομαι, καμαρώνω κάποιον πάρα πολύ («πάσι με ζάλα μετρητά, με διώμα επορπατούσαν κι όλοι τούς μυριοχαίρονταν εκεί που τούς θωρούσαν», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χαίρομαι] … Dictionary of Greek
πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… … Dictionary of Greek
Μπάλατον — (Balaton). Λίμνη (590 τ. χλμ.) της κεντροδυτικής Ουγγαρίας, στους πρόποδες του Βακονικού (Bacony) Δρυμού, 90 χλμ. ΝΔ της Βουδαπέστης. Είναι η μεγαλύτερη λίμνη της Κεντρικής Ευρώπης – δεν είναι όμως βαθιά: το μέγιστο βάθος της μόλις που φτάνει τα… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
ζάλο — το 1. βήμα. 2. περιστροφικός βηματισμός ή γύρος του χορού: Ο πεντοζάλης κάνει τρία ζάλα μπρος και δύο πίσω. 3. διασκέλιση, πήδημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)