-
1 ζωνη
дор. ζώνα ἥ1) (женский) пояс (носимый вокруг талии, в отличие от ταινία, которым подпоясывались под грудью; у атт. писателей - женский пояс - ζώνιον)(περιβάλλειν ἰξυῖ ζώνην Hom.): (παρθενίην) ζώνην λύειν Hom., Plut.; распускать девичий пояс (ср. 4)
; ζώνην λύσασθαι Anth. выходить замуж; παῖδα ὑπὸ ζώνῃ θέσθαι HH. зачать сына; φέρειν ὑπὸ ζώνης Eur., ὑπὸ ζώνην и ἐντὸς ζώνης Aesch. носить под сердцем, т.е. носить в чреве; ζώνην καταθέσθαι Pind. разрешиться от бремени2) брак, бракосочетание, свадьбаτᾶς ματρὸς ζῶνα Eur. — бракосочетание матери (Ореста и Ифигении), т.е. свадьба Клитемнестры
3) ( служил иногда для хранения денег) пояс, кошельκῶμοι εἰς ζώνην δεδομέναι Xen. — деревни, подаренные (Парисатиде) на личные расходы4) (мужской) пояс (у Hom. мужской пояс - ζωστήρ)ζώνην λύειν Her. — распоясываться, т.е. устраивать привал (ср. 1);
5) ( у восточных народов) перевязь для кинжалаζώνης τυχεῖν Anth. — поступить на военную службу;
ἥ ζ. τοῦ Ὠρίωνος Arst. — пояс (в созвездии) Ориона6) стан, осанка, поступьἴκελος Ἄρεϊ ζώνην Hom. — (Агамемнон), осанкой подобный Арею
-
2 Ζωνη
ἡ Зона (город во Фракии, в области киконов, на мысе того же названия) Her. -
3 ζώνη
ζώνη ηпояс –1) принадлежность священнического и архиерейского облачения. Препоясуются им поверх подризника и епитрахили для более удобного и свободного действования при богослужении. Препоясание означает готовность и силу к совершению служения;2) монашеский поясЭтим.< дргр. ζών-νυ-μι «опоясывать» -
4 ζώνη
η1) пояс; ремень; портупея;ζώνη κοιλίας — бандаж;
2) зона, полоса; район;ορεινή ζώνη — горный район;
ουδέτερη ζώνη — нейтральная полоса;
ελευθέρα ζώνη — свободная зона (в порту);
ζώνη κατοχής — оккупационная зона;
ζώνη πυρός — зона огня;
ζώνη επιχειρήσεων — район военных действий;
σχηματίζω ζώνη περί... — оцеплять, окружать что-л.;
3) геогр., физ. зона; пояс (тж. геом.);κατεψυγμένη (εύκρατος, διακεκαυμένη) ζώνη — холодный (умеренный, жаркий) пояс;
ώρα κατά ζώνεή поясное время;4) кордон;υγειονομική ζώνη — санитарный кордон;
ζώνη των χωροφυλάκων — жандармский кордон;
5) тех обойма, кольцо -
5 ζώνη
{сущ., 8}пояс, ремень.Ссылки: Мф. 3:4; 10:9; Мк. 1:6; 6:8; Деян. 21:11; Откр. 1:13; 15:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ζώνη
-
6 ζώνη
{сущ., 8}пояс, ремень.Ссылки: Мф. 3:4; 10:9; Мк. 1:6; 6:8; Деян. 21:11; Откр. 1:13; 15:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ζώνη
-
7 ζώνη
пояс, ремень.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ζώνη
-
8 ζώνη
-
9 ζώνη
[зони] ουσ. Θ. пояс,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζώνη
-
10 ζώνη
[зони] ουσ θ пояс. -
11 Ζώνη Αγία
Ζώνη Αγία κ. Τίμια Ζώνη ηЧестной Пояс Богородицы. Находится на Афоне в монастыре Ватопед. Пресвятая Богородица передала свой Честной Пояс вместе с Дарами волхвов (см. Δώρα των Μάγων) в Сионскую Церковь в Иерусалиме. В 919 году от Р.Х. Пояс был перенесен в Константинополь и оттуда был вывезен на Афон. Положение Честного Пояса Пресвятой Богородицы празднуется 31 Августа / 13 Сентября -
12 Τίμια Ζώνη
Τίμια Ζώνη ηсм. Ζώνη ΑγίαΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Τίμια Ζώνη
-
13 ζωμα
- ατος τό1) зома (боевой защитный передник из кожи или войлока, с металлическим набором; надевался под броню и спускался до колен)(λῦσαί τινι ζωστῆρα ἠδ΄ ὑπένερθεν ζ. Hom.)
2) набедренник Hom., -
14 ζωνα
-
15 ζωνιον
-
16 ανταρκτικος
-
17 αραρισκω
(aor. ἦρσα - эп. ἄρσα, impf. ἤρᾰρον - эп. ἄραρον; в неперех. значениях: pf.-praes. ἄραρα, ppf.- impf. ἀρήρειν)1) класть вплотную, тесно укладывать(ἤϊα ἅπαντα ἄγγεσιν Hom.)
2) сплачивать, смыкатьἀλλήλους ἀ. βόεσσιν Hom. — сомкнуть свои щиты
3) смыкаться, сплачиваться(Τρῶες ἀρηρότες Hom.)
στίχες ἄρθεν Hom. — ряды сомкнулись;ἄραρον ἀσπίδες Hom. — щиты были сомкнуты;ποτὴ τοῖχον ἀρηρώς Hom. — прислоненный к стене4) складывать, строить(τοῖχον λίθοισιν Hom.)
5) прилаживать, снабжать(πώματι ἀμφιφορῆα Hom.)
6) комплектовать(νῆα ἐρέτῃσιν Hom.)
7) удовлетворять, насыщать(θυμὸν ἐδωδῇ Hom.)
ἀ. κατὰ θυμόν Hom. — удовлетворять полностью;ἀ. τινὰ φρένας Soph. — нравиться кому-л.8) готовить, подготовлять(θάνατόν τινι Hom.)
ἀ. πόδεσσιν πέδιλα Hom. — мастерить обувь9) быть твердым, крепким, непреклонным(φρεσὴν ἀρηρώς Hom.)
ἄραρεν, ὡς ἔοικεν Eur. — кажется, (это) окончательно решено;πόλις πύργοις ἀραρυῖα Hom. — город, укрепленный башнями;ἄραρε ὅρκος μέγας Aesch. — произнесена великая клятва10) плотно прилегать, хорошо сидеть, быть впору11) соответствовать, подходить12) быть снабженнымζώνη θυσάνοις ἀραρυῖα Hom. — пояс с бахромой - см. тж. ἄρμενος
-
18 αρκτικος
-
19 διακαιω
v. l. διακάω1) разжигать, раскалять(διακαίων τέν διέξοδον αὐτοῦ, sc. ὅ ἥλιος Her.; ἄνθρακες διακεκαυμένοι Arst.)
διακεκαυμένος ἐς τὸ μελάντατον Luc. — обожженный до черноты, тж. сильно загорелый;ἥ διακεκαυμένη ζώνη Plut. — жаркий пояс2) перен. разжигать, распалять(τὸν Θησέα διέκαιεν ἥ δόξα τῆς Ἡρακλέους ἀρετῆς Plut.)
οὕτως ἐταράχθησαν καὴ διεκάησαν, ὥστε … Plut. — они были так расстроены и взволнованы, что …;διακέκαυται ὡς τὸ εἰκός Luc. — он, естественно, вспылил -
20 ευθυσανος
См. также в других словарях:
ζώνη — belt fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνῃ — ζώνη belt fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
ζώνη — η 1. ταινία από δέρμα ή ύφασμα: Έσφιξε τη μέση της με τη ζώνη. 2. περιοχή: Η επιφάνεια της Γης χωρίζεται σε πέντε ζώνες. 3. ό,τι μοιάζει με ζώνη: Οι αστυνομικοί σχημάτισαν ζώνη γύρω από το φέρετρο. 4. «ζώνη αγνείας», σιδερένιο πλέγμα που το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζώνη ελεύθερων συναλλαγών — Συνεργασία που πραγματοποιείται με διεθνή σύμβαση και με την οποία δύο ή περισσότερα κράτη αποφασίζουν να καταργήσουν στις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις τους τελωνειακούς φραγμούς και κάθε άλλη μορφή περιορισμού των ανταλλαγών, διατηρώντας όμως… … Dictionary of Greek
ζώνη της Αφροδίτης — Ζωνοειδής κεραιοφόρος οργανισμός. Ανήκει στα κτενοφόρα και είναι ημιδιαφανής, επιμήκης και πλατύς όπως ακριβώς και μια ζώνη. Έχει ύψος έως 1,5 εκ. και μήκος έως 1,5 μ. Ζει στη Μεσόγειο και στον τροπικό Ατλαντικό ωκεανό … Dictionary of Greek
Ζώνη, αγία — Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, ο αυτοκράτορας Αρκάδιος μετέφερε, το 395, τη ζώνη της Θεοτόκου από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά, φυλασσόταν στον ναό των Χαλκοπρατείων της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, τεμαχίστηκε και τα τεμάχιά… … Dictionary of Greek
νομισματική ζώνη — Σύνολο των χωρών και περιοχών, στο χώρο των οποίων χρησιμοποιείται ελεύθερα για τις διεθνείς πληρωμές το ίδιο νόμισμα. Σήμερα σημαντικότερη ν. είναι η ζώνη του ευρώ (βλ. λήμμα ευρώ), όπου 12 από τις 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μοιράζονται το… … Dictionary of Greek
βαθυπελαγική ζώνη — Μία από τις κάθετες ζώνες στις οποίες χωρίζονται τα νερά των μεγάλου βάθους θαλάσσιων εκτάσεων. Ανήκει στο πελαγικό ή ωκεάνιο οριζόντιο τμήμα των ωκεανών, δηλαδή αυτό που βρίσκεται πέρα από τη νηριτική ζώνη της υφαλοκρηπίδας και το οποίο… … Dictionary of Greek
αγνείας, ζώνη — Η ζώνη που χρησιμοποιούσαν στην περίοδο κυρίως των Σταυροφοριών οι άντρες, για να είναι βέβαιοι για την αγνότητα των συζύγων τους κατά την απουσία τους στις εκστρατείες. Η ζώνη αυτή κάλυπτε τα γεννητικά όργανα της γυναίκας και ασφαλιζόταν με… … Dictionary of Greek
νηριτική ζώνη ή νηριτικό τμήμα — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά αντί του όρου παράλια ζώνη των θαλασσών. Ανήκει στην ευφωτική ζώνη, δηλαδή σε αυτή που δέχεται σημαντικές ποσότητες φωτεινής ενέργειας και γι’ αυτό είναι πλούσια σε φυτικά είδη και, κατά συνέπεια, σε ποικιλία ζώων … Dictionary of Greek