-
1 ζαχρυσος
См. также в других словарях:
ζάχρυσος — ζάχρυσος, ον (Α) πλούσιος σε χρυσό («ζάχρυσος Θρῃκία», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + χρυσός] … Dictionary of Greek
ζάχρυσος — ζάχρῡσος , ζάχρυσος rich in gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάχρυσον — ζάχρῡσον , ζάχρυσος rich in gold masc/fem acc sg ζάχρῡσον , ζάχρυσος rich in gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… … Dictionary of Greek
ζαχρύσοις — ζαχρύ̱σοις , ζάχρυσος rich in gold masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαχρύσου — ζαχρύ̱σου , ζάχρυσος rich in gold masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαχρύσους — ζαχρύ̱σους , ζάχρυσος rich in gold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάχρυσε — ζάχρῡσε , ζάχρυσος rich in gold masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)