Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ζάχρυσος

См. также в других словарях:

  • ζάχρυσος — ζάχρυσος, ον (Α) πλούσιος σε χρυσό («ζάχρυσος Θρῃκία», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + χρυσός] …   Dictionary of Greek

  • ζάχρυσος — ζάχρῡσος , ζάχρυσος rich in gold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάχρυσον — ζάχρῡσον , ζάχρυσος rich in gold masc/fem acc sg ζάχρῡσον , ζάχρυσος rich in gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… …   Dictionary of Greek

  • ζαχρύσοις — ζαχρύ̱σοις , ζάχρυσος rich in gold masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαχρύσου — ζαχρύ̱σου , ζάχρυσος rich in gold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαχρύσους — ζαχρύ̱σους , ζάχρυσος rich in gold masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάχρυσε — ζάχρῡσε , ζάχρυσος rich in gold masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»