Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ζάχολος

См. также в других словарях:

  • ζάχολος — ζάχολος, ον (Α) ζάκοτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + χολος (< χολή) πρβλ. μελάγ χολος, πικρό χολος] …   Dictionary of Greek

  • ζάχολον — ζάχολος masc/fem acc sg ζάχολος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»