-
61 трёхшёрстный
επ. (για τρίχωμα ζώου) τρίχρωμος•трёхшёрстный кот τρίχρωμος γάτος.
-
62 трупик
-а α.πτωματάκι (παιδιού ή μικρού ζώου). -
63 туловище
-а ουδ.σώμα, κορμί (ανθρώπου ή ζώου). -
64 туша
-и θ.1. σφαχτό (καθαρισμένο από τα εντόσθια).2. σώμα μεγάλου ζώου.3. άνθρωπος χοντρός, εύσαρκος• χοντρούπας. -
65 убоина
-ы θ.κρέας σκοτωμένου ή σφαγμένου ζώου. -
66 фигура
-ы θ.1. παλ. μορφή, σχήμα• είδος• φιγούρα•фигура земли η μορφή της γης.
2. σχήμα.• геометрические -ы γεωμετρ ικά σχήματα.3. φιγούρα χορού.4. μορφή λόγου•риторическая фигура ρητορικό σχήμα.
|| γλυπτή ή ζωγραφική παράσταση ανθρώπου ή ζώου εικόνα η μορφή•восковые -ы μορφές από κερί.
5. κορμοστασιά, παράστημα, φόρμα, κόψη;•строиная фигура ωραία κορμοστασιά.
6. άνθρωπος, πρόσωπο,άτομο•-подозрительная фигура ύποπτο πρόσωπο.
|| προσωπικότητα•крупная политическая фигура μεγάλη πολιτικήπροσωπικότητα.
|| φιγούρα παιγνιόχαρτου. || (στο σκάκι)δύναμη (βασιλιάς -ίλισσα, ο πύργος, ο αξιωματικός και το άλογο) σε αντίθεση με τα πιόνια.εκφρ.высшего пилотажа – αεροπορικές επιδείξεις ή ακροβασίες. -
67 храп
-а α.1. ροχάλισμα, ροχαλητό, ρόγχος.2. ρώθωνας ζώου. -
68 шкура
-ы θ.1. δέρμα ζώου. || δορά, τομάρι.2. φλούδα, φλοιός• πέτσα•шкура апельсина η πορτοκαλόφλουδα.
3. (απλ.) δέρμα ανθρώπινο.4. μτφ. ζωή, ύπαρξη•он дрожит за свою.(собственную) -у τρέμει (φοβάται πολύ) για το τομάρι του•
спасать свою -у σώζω το τομάρι μου.
εκφρ.шкура барабанная – (απλ.). α) σακαράκας, χαντζάρας (για στρατιωτικό), β) τομάρι (ύβρη)•быть очутить(ся) в чьей -е – είμαι, βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον•влезть (попасть) в чью -у – περιέρχομαι, περιπίπτω στην ίδια κατάσταση με κάποιον•испытать на своей (собственной) -е – δοκιμάζω κάτι στην ίδια μου την καμπούρα. -
69 шлея
-и θ.1. το γλουτιαίο λωρΊ ζευγμένου ζώου.2. πλατύ λωρΊ ζεύξης. -
70 шуба
-ы θ.1. γούνα, γούνινο πανωφόρι. || χειμωνιάτικο πανωφόρι.2. το τρίχωμα ζώου.εκφρ.не -у шить из чего – δε μου χρειάζεται καθόλου. -
71 шубка
-и θ.1. γούνα μικρή.2. το βραχύ τρίχωμα ζώου. -
72 pençe
πέλμα ζώου, κουλάδι
См. также в других словарях:
ζωοῦ — ζωός alive masc/neut gen sg ζωόω impregnate pres imperat mp 2nd sg ζωόω impregnate imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοῦ — ζῳόω fashion into an animal pres imperat mp 2nd sg ζῳόω fashion into an animal imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῴου — ζώιον neut gen sg ζῷον living being neut gen sg ζῳόω fashion into an animal pres imperat act 2nd sg ζῳόω fashion into an animal imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώου — ζώω gu̲ie pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ζώω gu̲ie imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ζωόω impregnate pres imperat act 2nd sg ζωόω impregnate imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek