Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ζώου

  • 21 foreleg

    ['fo:leɡ]
    (an animal's frontleg.) μπροστινό πόδι(ζώου)

    English-Greek dictionary > foreleg

  • 22 litter

    ['litə(r)] 1. noun
    1) (an untidy mess of paper, rubbish etc: Put your litter in that bin.) σκουπίδια
    2) (a heap of straw etc for animals to lie on etc.) αχυροστρωμνή
    3) (a number of animals born to the same mother at the same time: a litter of kittens.) νεογνά ζώου από μια γέννα
    2. verb
    (to cover (the ground etc) with scattered objects: Papers littered the table.) γεμίζω με άχρηστα πράγματα

    English-Greek dictionary > litter

  • 23 paw

    [po:] 1. noun
    (the foot of an animal with claws or nails: The dog had a thorn in its paw.) πατούσα (ονυχοφόρου ζώου)
    2. verb
    1) ((of an animal) to touch, hit etc (usually several times) with a paw or paws: The cat was pawing (at) the dead mouse.) αγγίζω με το πόδι
    2) ((of an animal) to hit (the ground, usually several times) with a hoof, usually a front hoof: The horse pawed (at) the ground.) χτυπώ με οπλή

    English-Greek dictionary > paw

  • 24 quill

    [kwil]
    1) (a large feather, especially the feather of a goose, made into a pen.) φτερό, πένα
    2) (one of the sharp spines of certain animals (eg the porcupine).) αγκάθι ζώου (π.χ. σκαντζόχοιρου)

    English-Greek dictionary > quill

  • 25 tongue

    1) (the fleshy organ inside the mouth, used in tasting, swallowing, speaking etc: The doctor looked at her tongue.) γλώσσα (όργανο στοματικό)
    2) (the tongue of an animal used as food.) γλώσσα (ζώου)
    3) (something with the same shape as a tongue: a tongue of flame.) γλώσσα, φλόγα
    4) (a language: English is his mother-tongue / native tongue; a foreign tongue.) γλώσσα (που ομιλείται)

    English-Greek dictionary > tongue

  • 26 лапа

    [λάπα] ουσ. θ. πόδι του ζώου, ποδάρα, χερούκλα

    Русско-греческий новый словарь > лапа

  • 27 лапа

    [λάπα] ουσ θ πόδι του ζώου, ποδάρα, χερούκλα

    Русско-эллинский словарь > лапа

  • 28 аттестат

    α.
    1. ενδεικτικό εκπαιδευτικού ιδρύματος•

    аттестат зрелости απολυτήριο δεκαταζίου σχολείου (γυμνασίου).

    2. ενδεικτικό, πιστοποιητικό.
    3. διατακτική.
    4. πιστοποιητικό κυριότητας ζώου.

    Большой русско-греческий словарь > аттестат

  • 29 вырост

    α.
    1. (απλ.) ανάπτυξη, αύξηση, μεγάλωμα.
    2. βλαστός, -άρι. || εξόγκωμα κορμού δέντρου ή ζώου•
    εκφρ.
    шить на вырост – ράβω) αφήνοντας γύρισμα.
    α. (απλ.) εκτροφή, ανατροφή, μεγάλωμα• καλλιέργεια.

    Большой русско-греческий словарь > вырост

  • 30 вьюк

    α.
    φορτίο, -ιό, -ωμα ζώου. || σακκί, τσουβάλι.

    Большой русско-греческий словарь > вьюк

  • 31 глава

    -ы, πλθ.θ.
    1. παλ. κεφάλι, -ή ανθρώπου ή ζώου. || μτφ. κορυφή (βουνού ή δέντρου).
    2. τρούλος, θόλος, κούπες εκκλησίας.
    3. αρχηγός, διοικητής, ο ανώτερος, ο επικεφαλής•

    глава правительства ο πρωθυπουργός•

    глава семьи ο αρχηγός της οικογένειας•

    глава партии ο αρχηγός του κόμματος•

    глава делегации ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας.

    εκφρ.
    во -е – επικεφαλής•
    ставить во -у угла – βάζω στην κορυφή (προτιμώ).
    -ы, πλθ.θ. κεφάλαιο βιβλίου.

    Большой русско-греческий словарь > глава

  • 32 загривок

    -вка α. το παρά τη ρίζα μέρος της χαίτης• η ρίζα της χαίτης.
    (απλ.) αυχένας ανθρώπου ή ζώου.

    Большой русско-греческий словарь > загривок

  • 33 корпус

    α.
    1. (πλθ. -ы) σώμα, κορμί(ανθρώπου ή ζώου).
    2. (τεχ.) πλαίσιο, θήκη.
    3. σκάφος, κύτος πλοίου.
    4. χωριστό οικοδόμημα. || χωριστό τμήμα μεγάλου οικοδομήματος.
    5. (στρατ.) σώμα•

    кавалерийский корпус σώμα ιππικού•

    резервный корпус εφεδρικό σώμα•

    офицерский корпус το σώμα των αξιωματικών•

    жандармский корпус το σώμα της χωροφυλακής.

    6. μέση στρατιωτική σχολή.
    7. (πολυγρ.) τα στοιχεία των 10 στιγμών.
    εκφρ.
    дипломатический корпус – διπλωματικό σώμα.

    Большой русско-греческий словарь > корпус

  • 34 костяк

    α.
    σκελετός ανθρώπου ή ζώου. || μτφ. βάση,στήριγμα, πυρήνας, σκελετός.

    Большой русско-греческий словарь > костяк

  • 35 крик

    -а (-у) α.
    1. κραυγή•

    -и о помощи οι κραυγές για βοήθεια.

    || φωνή ηχηρή, ξεφωνητό. || κρωγμός• κραυγή ζώου.
    2. μτφ. ξέσπασμα αισθήματος•

    крик отчаяния κραυγή απελπισίας.

    3. φωνές, μαλώματα, βρισιές.
    εκφρ.
    последний крик моды – η τελευταία λέξη της μόδας.

    Большой русско-греческий словарь > крик

  • 36 лапа

    θ.
    1. πέλμα, πατούνα, -σα• πόδι ζώου•

    медвежья лапа πέλμα αρκούδας.

    || ποδάρα ή χερούκλα ανθρώπου.
    2. κλαδί-κωνοφόρων δέντρων,
    3. προεξοχή (που εισδύει σε εσοχή).
    4. νύχι, πτερύγιο, λάφτσα•

    лапа якоря πτερύγιο άγκυρας.

    5. πέλμα αγροτικών εργαλείων.
    εκφρ.
    попасть в -ы кому – πέφτω στα νύχια κάποιου•
    быть в -ах у кого – είμαι στα νύχια κάποιου (εξουσιάζομαι από κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > лапа

  • 37 логовище

    ουδ.
    1. φωλιά ζώου, κρυψώνα, κοίτη.
    2. μτφ. τρώγλη, χαμόγι, χαμοκέλα.

    Большой русско-греческий словарь > логовище

  • 38 маска

    θ.
    1. προσωπίδα, προσωπείο, μάσκα.
    2. μτφ. πρόσχημα, προσποίηση•

    маска равнодушия μάσκα απάθειας, αδιαφορίας•

    под -ой лояльности με τη μάσκα της νομιμοφροσύνης.

    || άγαλμα κεφαλιού ανθρώπου ή ζώου. || εκμαγείο, γύψινη μάσκα.
    3. προφυλακτικό μέσο•

    противогазная маска αντιασφυξιογονική μάσκα•

    фехтовальная маска μάσκα ξιφασκίας.

    4. (στρατ.) καμουφλάζ, -άρισμα.
    надеть (на себя) -у φορώ μάσκα (κρύβω την πραγματικότητα)• προσποιούμαι•

    носить -у φέρω (φορώ) μάσκα κρύβω το ουσιώδες, την αλήθεια προσποιούμαι•

    сорвать -у αφαιρώτο προσωπείο (φανερώνω).

    Большой русско-греческий словарь > маска

  • 39 мышастый

    επ., βρ: -шаст, -а, -о -γκρίζος (για χρώμα ζώου).

    Большой русско-греческий словарь > мышастый

  • 40 нагнёт

    α.
    πληγή ζώου στην ωμοπλάτη, σαμαροπληγή.

    Большой русско-греческий словарь > нагнёт

См. также в других словарях:

  • ζωοῦ — ζωός alive masc/neut gen sg ζωόω impregnate pres imperat mp 2nd sg ζωόω impregnate imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοῦ — ζῳόω fashion into an animal pres imperat mp 2nd sg ζῳόω fashion into an animal imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῴου — ζώιον neut gen sg ζῷον living being neut gen sg ζῳόω fashion into an animal pres imperat act 2nd sg ζῳόω fashion into an animal imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώου — ζώω gu̲ie pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ζώω gu̲ie imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ζωόω impregnate pres imperat act 2nd sg ζωόω impregnate imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»