-
21 квартировать
квартир||ова́тьнесов κατοικώ, διαμένω, ἐγκα-θίσταμαι / воен. στρατωνίζομαι, διασταθ-μεύω. -
22 кулички:
кули́чк||и:к черту на \кулички: разг στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· жить у черта на \кулички:ах Разг. κατοικώ πολύ μακρυά, κάθομαι στοῦ διαβόλου τή μάννα. -
23 населять
населятьнесов1. (заселять) συνοικίζω, κατοικίζω·2. (обитать где-л.) κατοικώ. -
24 обитать
обита||тьнесов οίκῶ, κατοικώ. -
25 оседать
оседа́||тьнесов1. (о стене и т. п.) κατακαθίζω, καθιζάνω, βουλιάζω:дом начал \оседатьть τό σπίτι ἄρ-χισε νά βουλιάζει·2. (опускаться на поверхность, дно) κατακαθίζω, καθιζάνω, ὑφιζάνω (о гуще, осадке)/ συσσωρεύομαι, μαζεύομαι (о пыли и т. ἡ.)/ πέφτω (о росе, тумане)·3. (обосновываться) εὐ-καθίσταμαι, κατοικώ μόνιμα. -
26 пожить
пожи́||тьсов1. ζωακ любитель весело \пожить αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν καλοζωία· \пожить в свое удовольствие разг καλοπερνώ*.2. (где-л.) μένω, διαμένω, κατοικώ:\пожитьви́ у меня иемио́го μείνε σέ μένα λίγο καιρό· ◊ \пожитьвем \пожить уви́дим! погов. ὁ καιρός θά δείξει, ὑγεία νἄχουμε καί βλέπουμε. -
27 помещаться
помеща||ться1. (находиться) εὐρίσκομαι, διαμένω, ἐγ-καθίσταμαι / κατοικώ (жить):парикмахерская \помещатьсяется в этом доме τό κουρείο βρίσκεται σ· αὐτό τό σπίτι·2. (вмещаться) χωρώ. -
28 пребывание
пребываниес ἡ διαμονή:место постоянного \пребываниения ἡ μόνιμη διαμονή, ἡ ἔδρα \пребываниеть несов1. (быть, находиться где-л.) διαμένω, εὐρίσκομαι, κατοικώ·2. (в каком-л. состоянии):\пребываниеть в неведении ἀγνοώ, παραμένω ἐν ἀγνοία· \пребываниеть в унынии μελαγχολώ. -
29 проживать
проживатьнесов1. (где-л.) κατοικώ, διαμένω·2. (деньги и т. п.) δαπανώ, (ἐ)ξοδεύω/ τρώγω (проедать)· \проживаться разг τρώγω τά λεφτά μου. -
30 расселить
расселитьсов, расселять несов1. (в разные места) τακτοποιώ σέ σπίτια, στεγάζω·2. (порознь) χωρίζω (μετ.), βάζω νά κατοικήσουν χωριστά· \расселиться1. (по разным местам) τακτοποιοῦμαι σέ σπίτια, στεγάζομαι·2. (порознь) χωρίζω (άμετ), κατοικώ χωριστά. -
31 стоять
сто||ятьнесов1. στέκομαι, στέκω, ἰσ-ταμαι:\стоять на коленях στέκομαι γονατιστός, γονατίζω· \стоять на четвереньках στέκομαι στά τέσσερα· \стоять на цыпочках στέκω στά νύχια (или στίς μύτες) τῶν ποδιών \стоять на ногах прям., перен στέκομαι στά πόδια μου, ὁρθοποδώ·2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι:дом \стоятьит у реки τό σπίτι εἶναι δίπλα στό ποτάμι· стол \стоятьит в комнате τό τραπέζι εἶναι στό δωμάτιο· \стоять на якоре εἶμαι ἀγκυροβολημένος, εἶμαι ἀραγμένος· \стоять на часах φυλάγω σκοπός·3. (быть) είμαι:\стоять на повестке дня εἶμαι στήν ἡμερησία διάταξη· \стоятьит плохая погода κάνει ἄσχημο καιρό· \стоять на страже ми́ра περιφρουρώ τήν είρήνη·4. (быть неподвижным) στέκομαι:поезд \стоятьи́т пять мииу́т τό τραίνο στέκεται πέντε λεπτά·5. (находиться в бездействии) εἶμαι σταματημένος, στέκομαι:часы \стоятьят τό ρολόγι σταμάτησε· работа \стоятьит ἡ δουλειά στέκεται·6. (квартировать, жить) уст. σταθμεύω, κατοικώ:\стоять лагерем στρατοπεδεύω, κατασκηνω·7. (защищать) ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι:\стоять за дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής είρήνης· \стоять горой за кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον μέ πάθος·8. (настаивать) ἐπιμένω, ἐμμένω:\стоять на своем ἐπιμένω στήν γνώμη μου· ◊ \стоять над душой (у кого-л.) разг γίνομαι τσιμπούρι· \стоять насмерть ὑπερασπίζομαι μέχρι θανάτου· \стоять· у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία· \стоять во главе чего́-л. εἶμαι ἐπί κεφα-λής. -
32 у
упредлог с род. п. I. (около) σέ, είς, κοντά σέ, παρά, πλησίον, δίπλα σέ:у берега στήν ἀκρογιαλιά· стоять у моста στέκομαι κοντά στή γέφυρα· жить у моря κατοικώ κοντά στή θάλασσα· сидеть у руля κάθομαι στό τιμόνι· работать у станка δουλεύω στή μηχανή· 2.:у меня (у тебя и т. д.) есть ἔχω (ἔχεις, ἔχει)· у меня (у тебя и т. д.) нет δέν ἔχω (ἔχεις κ.λ.π.)· у него́ нет свободного времени δέν τοῦ μένει καιρός· у меня боли́т голова ἔχω πονοκέφαλο· у меня шум в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· у нее красивая шляпа αὐτή ἔχει ὠραίο καπέλλο· у всякого свой вкус ὁ καθένας ἔχει τα γοῦστα του·3. (при обозначении принадлежности переводится род. п.) τοῦ, τής:но́жки у стола τά πόδια τοῦ τραπεζιοῦ· решетка у сада τά κάγκελα τοῦ κήπου·4. (в чьем-л. доме и т. п.) σέ:он остался у нас ἐμεινε σ' ἐμᾶς· жить у родителей ζῶ μέ τους γονείς μου·5. (при указании на источник) σέ, είς, ἀπό:шить у портного ράβω στον ράφτη· у кого́ мо́жио узнать? ἀπό ποιόν μπορώ νά μάθω;· ◊ он не у дел разг δέν εἶναι πιά στά πράματα, ἔχασε τή θέση του· стоять у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία. -
33 центр
центрм в разн. знач. τό κέντρο[ν]:\центр тяжести фиэ., перен τό κέντρο βάρους· координационно-вычислительный \центр τό συντονιστικό ὑπολογιστικό κέντρο· промышленный \центр τό βιομηχανικό κέντρο· нервные \центры τά νευρικά κέντρα· жить в \центре города κατοικώ στό κέντρο τής'πό-λης· быть в \центре внимания εἶμαι στό κέντρο τής προσοχής. -
34 εξορία
-
35 ερημιά
η1) пустынное место; глушь, захолустье; глухомань;κατοικώ στην ερημιά — жить в глуши;
2) одиночество, уединение;уединённость; отшельничество; 3) перен. безлюдье; безмолвие; пустота (вокруг кого-л.) -
36 dwell
-
37 live
I 1. [liv] verb1) (to have life; to be alive: This poison is dangerous to everything that lives.) ζω2) (to survive: The doctors say he is very ill, but they think he will live; It was difficult to believe that she had lived through such an experience.) επιζώ3) (to have one's home or dwelling (in a particular place): She lives next to the church; They went to live in Bristol / in a huge house.) μένω, κατοικώ4) (to pass (one's life): He lived a life of luxury; She lives in fear of being attacked.) ζω, κάνω (ζωή)5) ((with by) to make enough money etc to feed and house oneself: He lives by fishing.) ζω (από), συντηρούμαι (με)•- - lived- living 2. noun(the money etc needed to feed and house oneself and keep oneself alive: He earns his living driving a taxi; She makes a good living as an author.) τα προς το ζην: ζωή, τρόπος ζωής- live-in
- live and let live
- live down
- live in
- out
- live on
- live up to
- within living memory
- in living memory II 1. adjective1) (having life; not dead: a live mouse.) ζωντανός2) ((of a radio or television broadcast etc) heard or seen as the event takes place; not recorded: I watched a live performance of my favourite opera on television; Was the performance live or recorded?) ζωντανός, σε απευθείας μετάδοση3) (full of energy, and capable of becoming active: a live bomb) ενεργός4) (burning: a live coal.) αναμμένος2. adverb((of a radio or television broadcast etc) as the event takes place: The competition will be broadcast live.) απευθείας, ζωντανός- lively- liveliness
- livestock
- live wire -
38 populate
['popjuleit]((usually in passive) to fill with people: That part of the world used to be populated by wandering tribes.) εποικώ,κατοικώ- populous -
39 reside
verb (to live or have one's home in a place: He now resides abroad.) κατοικώ, διαμένω -
40 заселить
[ζασιλίτ"] ρ. κατοικώ (σπίτι)
См. также в других словарях:
κατοικώ — κατοικώ, κατοίκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατοικώ — (ΑΜ κατοικῶ, έω) [κάτοικος] 1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῑς κατοικοῡσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ γ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.) 2. διαμένω σε μια οικία, είμαι… … Dictionary of Greek
κατοικώ — κατοίκησα, κατοικήθηκα, κατοικημένος 1. διαμένω μόνιμα σε κάποιο τόπο: Κατοικώ στην Αθήνα. 2. έχω κατοικία: Κατοικώ στην οδό Πόντου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατοικῶ — κατοικέω settle in pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατοικέω settle in pres ind act 1st sg (attic epic doric) κατοικέω settle in pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατοικέω settle in pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικοεδρεύω — κατοικώ και έχω την έδρα τών ασχολιών μου σε κάποιο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοικῶ + ἑδρεύω. Η λ., στη μετοχή κατοικοεδρεύων, μαρτυρείται από το 1887 σε έγγραφο συμβολαιογράφου στην εφημερίδα Αλφειός] … Dictionary of Greek
κατοικοεδρεύω — κατοικώ σε κάποιο τόπο και συνάμα έχω σ αυτόν την έδρα των ασχολιών μου: Κατοικοεδρεύει στη Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροικώ — παροικῶ, έω, Ν ΜΑ [οικώ] κατοικώ, διαμένω μόνιμα ως πάροικος σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα, είμαι πάροικος («οὐ μόνον τοῑς πολίταις ἐξιέναι πανδημεί προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῑς παροικοῡσι ξένοις», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. κατοικώ, διαμένω κάπου … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
σκηνώ — (I) άω, Α [σκηνή] (δ. τ. τού σκηνῶ, έω) 1. (αποθ.) κατοικώ, διαμένω («σκηνᾱσθαι παρὰ τὸν ποταμὸν», Πλάτ.) 2. μέσ. σκηνῶμαι, άομαι α) καταφεύγω, προσφεύγω («τὰ... ἔρα ἐν οἷς ἐσκηνῆντο», Θουκ.) β) (σχετικά με κτίσμα) κτίζω, οικοδομώ γ) μένω σε… … Dictionary of Greek
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek
μεταναιετώ — μεταναιετῶ, άω (Α) κατοικώ με κάποιον, συγκατοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ναιετῶ «κατοικώ»] … Dictionary of Greek