Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ζωφόρος

См. также в других словарях:

  • ζωφόρος — (I) ο βλ. ζωοφόρος (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος, σημαιο φόρος]. (II) η βλ. ζωοφόρος (ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωοφόρος (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • ζωφόρος ή ζωοφόρος — Ονομασία οριζόντιας συνήθως διακοσμητικής ζώνης ενός κτιρίου. Στην ειδική περίπτωση των αρχαίων κλασικών ναών, ζ. είναι η ζώνη μεταξύ επιστυλίου και γείσου, διακοσμημένη συχνά με παραστάσεις ανάλογες με την εποχή και τον αρχιτεκτονικό ρυθμό του… …   Dictionary of Greek

  • ЗОФОР —    • Ζωφόρος (= ζωοφόρος),          так назывался фриз в архитектуре греческих храмов, т. е. та часть, которая отделяет архитрав от карниза. Он покрывал собой то пространство, которое занимали связи в балках крыши; в ионической архитектуре он… …   Реальный словарь классических древностей

  • Πέργαμος — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία ελληνική πόλη της Μυσίας της Μικράς Ασίας, κοντά στη σημερινή Μπεργκαμά, 80 χλμ. Β της Σμύρνης. Χτισμένη στην κορυφή ενός λόφου, αναπτύχθηκε γύρω από ένα φρούριο, από το οποίο πήρε και το όνομά της. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ζωοφόρος — (I) ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος]. (II) ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, ον) 1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόρος… …   Dictionary of Greek

  • θριγκός — Το τμήμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το οποίο στους αρχαίους ναούς στηρίζεται πάνω στις κολόνες. Στους ναούς δωρικού ρυθμού ο θ. αποτελείται από τρία οριζόντια τμήματα: το επιστύλιο, τη ζωφόρο και την κορωνίδα. Το επιστύλιο είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • КОЛОННА —    • Columna,          στήλη или στυ̃λος, также κίων, столб, колонна. Первоначально столбы служили только для удобства, как подпора крыши; сначала они состояли, вероятно, из древесных стволов или неотесанных каменных глыб и только мало помалу… …   Реальный словарь классических древностей

  • διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… …   Dictionary of Greek

  • φρίζα — η, Ν ζωφόρος, διάζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. frise «διάζωμα, ζωφόρος»] …   Dictionary of Greek

  • Πρινιάς — Όνομα 4 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 610 μ.), στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου, του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της πρώην επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). Ο Π. βρίσκεται, 33 χλμ. ΝΔ του Ηρακλείου, κοντά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»