Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζωτικῆς

  • 1 ζωτικής

    ζωτικός
    fit for giving: fem gen sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ζωτικής

  • 2 ζωτικῆς

    ζωτικός
    fit for giving: fem gen sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ζωτικῆς

  • 3 vital statistics

    French\ \ statistiques démographiques
    German\ \ Lebensstatistik
    Dutch\ \ bevolkingsstatistiek
    Italian\ \ statistiche vitali
    Spanish\ \ estadísticas demográficas
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ estatísticas de vida
    Romanian\ \ mişcarea naturală a populaţiei
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ vitalstatistik
    Greek\ \ ζωτικής σημασίας στατιστικές
    Finnish\ \ väestötilastot
    Hungarian\ \ -
    Turkish\ \ hayati istatistikler
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ -
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ -
    Russian\ \ статистика естественного движения населения (рождаемости; смертности; браков)
    Ukrainian\ \ демографічна статистика
    Serbian\ \ витална статистика
    Icelandic\ \ þjóðskrá
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ آمارهاي حياتي
    Arabic\ \ الاحصاءات الحيوية
    Afrikaans\ \ lewenstatistieke
    Chinese\ \ -
    Korean\ \ 인구동태통계

    Statistical terms > vital statistics

  • 4 συγκάμνω

    A labour or suffer with, sympathize with,

    σοῖς πήμασι A. Pr. 414

    (lyr.), cf. 1059 (anap.);

    κακοῖσι σοῖσι E.Alc. 614

    ;

    συγκαμνούσης [τῇ γαστρὶ] τῆς ζωτικῆς δυνάμεως Gal.15.599

    ; [

    ἡ ψυχὴ] συννοσεῖ [τῷ σώματι] καὶ συγκάμνει Plu.2.137d

    .
    2 work with, τινι S.El. 987, PSI9.1075.6 (v A.D.);

    τῇδε χθονί E.Rh. 396

    ;

    ἕν μοι.. σύγκαμε Id.HF 1386

    ;

    τὰ πολλά Paus.8.14.9

    : abs., S.Aj. 988; συγκαμὼν δορί with the spear, E.Rh. 326.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκάμνω

См. также в других словарях:

  • ζωτικῆς — ζωτικός fit for giving fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ακτιβισμός — Φιλοσοφική θεωρία που τοποθετεί ως θεμέλιο της ηθικής και ως απόλυτο κριτήριο της αξίας της την καταδήλωση της ζωτικής ενέργειας και τη θέληση για επιβολή και εξουσία. Έτσι, ο α. εκφράζει την τάση προς ανάπτυξη δραστηριότητας και τονίζει τη… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • ειδώλιο — Μικρό άγαλμα κατασκευασμένο από πηλό, πέτρα, ξύλο, χαλκό ή ελεφαντοστό. Τα πρώτα ε. εμφανίζονται ήδη στους πολιτισμούς της ανώτερης παλαιολιθικής περιόδου. Πρόκειται για αγαλμάτια, κυρίως λίθινα, που παριστάνουν γυναικείες μορφές με ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • ενταφιασμός — Νεκρικό έθιμο που βασίζεται στη δοξασία ότι οι νεκροί ζουν, δηλαδή ότι έχουν κατάλοιπα αισθήσεων και ζωτικής δύναμης. Για τον λόγο αυτό, ο νεκρός ενταφιάζεται σε στάση κοιμωμένου (ύπτιος ή ξαπλωμένος στο ένα πλευρό και με τα γόνατα σε ελαφρά… …   Dictionary of Greek

  • εύζωος — εὔζωος, ον (ΑΜ) μσν. ζωτικός, ζωτικής σημασίας μσν. αρχ. 1. αυτός που ζει πολλά χρόνια, ο μακροχρόνιος 2. (για χώρα ή τόπο) αυτός που τρέφει άφθονα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωή ή ζώον] …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… …   Dictionary of Greek

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

  • μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»