Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ζωτικός

  • 1 ζωτικός

    [зотикос] εκ. жизнеспособный, живучий,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζωτικός

  • 2 жизненный

    Русско-греческий словарь > жизненный

  • 3 жизненный

    жи́зненн||ый
    прил
    1. ζωικός, ζωτικός, τῆς ζωής:
    \жизненныйый путь ἡ ζωή· \жизненныйый опыт ἡ πείρα τής ζωής·
    2. (важный, необходимый) ζωτικός:
    \жизненныйый вопрос τό ζωτικό ζήτημα· \жизненныйые интересы τά ζωτικά συμφέροντα.

    Русско-новогреческий словарь > жизненный

  • 4 жизненный

    επ., βρ: -знен, -зненна, -зненно.
    1. της ζωής•

    жизненный опыт η πείρα της ζωής•

    жизненный путь η πορεία της ζωής•

    жизненный процесс η εξέλιξη της ζωής•

    -ые припасы τα προς του ζειν τρόφιμα.

    2. ζωτικός•

    -ое пространство ζωτικός χώρος•жизненныйые интересы ζωτικά συμφέροντα.

    Большой русско-греческий словарь > жизненный

  • 5 актуальный

    (важный для настоящего времени) επίκαιρος, ζωτικός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > актуальный

  • 6 жизнедеятельный

    1. биол. ζωτικός 2. (деятельный, энергичный) δραστήριος, ενεργητικός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жизнедеятельный

  • 7 живучий

    живу́ч||ий
    прил ζωτικός, ζωντανός.

    Русско-новогреческий словарь > живучий

  • 8 кровный

    кровн||ый
    прил
    1. (о родстве) συγγενής ἐξ αίματος, ὀμαίμων
    2. перен (насущи́ый) ζωτικός:
    \кровныйые интересы τά ζωτικά συμφέροντα·
    3. перен (прочный, неразрывный) στερεός, ἀδιάρρηκτος· \кровныйая связь с народом ἀδιάρρηκτος δεσμός μέ τό λαό·
    4. (чистокровный \кровный о животных) καθαρόαιμος:
    \кровныйая лошадь ὁ καθαρόαιμος ίππος· ◊ \кровныйая обида ἡ θανάσιμη προσβολἤ \кровныйая месть ἡ βεντέτα· \кровный враг ἄσπονδος ἐχθρός· \кровныйые деньги разг λεφτά κερδισμένα μέ ἱδρώτα.

    Русско-новогреческий словарь > кровный

  • 9 насущиый

    насу́щи́||ый
    прил ζωτικός:
    \насущиыйые интересы τά ζωτικά συμφέροντα· ◊ \насущиый хлеб ὁ ἐπιούσιος ἄρτος.

    Русско-новогреческий словарь > насущиый

  • 10 пространство

    пространство
    с ὁ χώρος, τό διάστημα/ ἡ ἔκταση [-ις] (протяжение):
    \пространство и время ὁ χώρος καί ὁ χρόνος· воздушное \пространство ὁ ἐναέριος χώρος· безвоздушное \пространство τό κε-νό[ν]· жизненное \пространство ὁ ζωτικός χώρος· мертвое \пространство воен. τό ἀπυρόβλητο[ν]· боязнь \пространствоа мед. ἡ ἀγοραφοβία.

    Русско-новогреческий словарь > пространство

  • 11 насущный

    [νασούστσνυΐ] εκ. ζωτικός, επιούσιος

    Русско-греческий новый словарь > насущный

  • 12 насущный

    [νασούστσνυΐ] εκ. ζωτικός, επιούσιος

    Русско-греческий новый словарь > насущный

  • 13 насущный

    [νασούστσνυϊ] επ ζωτικός, επιούσιος

    Русско-эллинский словарь > насущный

  • 14 насущный

    [νασούστσνυϊ] επ ζωτικός, επιούσιος

    Русско-эллинский словарь > насущный

  • 15 актуальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    επίκαιρος• ζωτικός•

    актуальный вопрос ζωτικό ζήτημα.

    || πραγματικός.

    Большой русско-греческий словарь > актуальный

  • 16 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 17 жизнедеятельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о.
    1. ζωτικός.
    2. μτφ. δραστήριος, ενεργητικός.

    Большой русско-греческий словарь > жизнедеятельный

  • 18 кровный

    επ.
    1. ομαίμονας, όμαιμος, εξ αίματος•

    -ые родственники συγγενείς όμαιμοι•

    брат ομοπάτριος και ομομήτριος αδερφός, Θαλής, αυτάδελφος•

    -ое родство ομαιμοσΰνη, συγγένεια εζ αίματος•

    -ые связи δεσμοί αίματος.

    2. ζωτικός, βασικός•

    кровный интерес ζωτικό συμφέρο.

    3. μτφ. στερεός, αδιάρρηκτος• μόνιμος•

    -ая связь партии с народом αδιάρρηκτος δεσμός του κόμματος με το λαό.

    4. καθαρόαιμος, αμιγούς ράτσας (για άλογα). || γνήσιος•

    кровный грек γνήσιος Ελληνας.

    5. με μόχθο•

    -ые деньги χρήματα (βγαλμένα) με αίμα.

    εκφρ.
    враг – θανάσιμος (άσπονδος) εχθρός•
    - ая вражда – θανάσιμη έχθρα•
    - ая месть – βεντέτα•
    - ая обида – μεγάλη προσβολή.

    Большой русско-греческий словарь > кровный

  • 19 насущный

    επ. βρ: -шен, -шна, -шно
    ζωτικός, επείγων, άμεσος, φλέγων απαραίτητος, αναγκαιότατος•

    насущный вопрос φλέγον ζήτημα•

    -ые задачи επείγοντα καθήκοντα•

    насущный хлеб ο επιούσιος άρτος•

    -ые потребности οι απαραίτητες ανάγκες.

    Большой русско-греческий словарь > насущный

  • 20 пространство

    ουδ.
    1. χώρος, διάστημα•

    пространство и время пространство основные формы существования материи ο χώρος και ο χρόνος είναι οι δυο βασικές μορφές της ύπαρξης της ύλης•

    воздушное пространство εναέριος χώρος•

    безвоздушное пространство το κενόν αέρα•

    мировое пространство το Διάστημα.

    2. μέρος εδάφους• έκταση•

    свободное пространство между дверью и окном ελεύθερος χώρος μεταξύ πόρτας και παραθύρου.

    3. παλ. διάστημα•

    пространство времени το χρονικό διάστημα.

    εκφρ.
    боязнь -а – αγοραφοβία•
    жизненное пространство – ζωτικός χώρος.

    Большой русско-греческий словарь > пространство

См. также в других словарях:

  • ζωτικός — fit for giving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… …   Dictionary of Greek

  • ζωτικός — ή, ό 1. δραστήριος, ενεργητικός: Ζωτικός άνθρωπος. 2. σπουδαίος: Συμφέροντα ζωτικής σημασίας. – Ζωτικές ανάγκες. 3. ζωογονητικός: Ζωτικές τροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ζωτικός Παρασπόνδυλος — (15ος αι.). Ποιητής. Έγραψε, μεταξύ άλλων, ποιήματα 645 ανομοιοκατάληκτων στίχων για τη νίκη του σουλτάνου Μουράτ Β’ κατά των Ούγγρων και Πολωνών (1444). Η ποίησή του παρουσιάζει μόνο γραμματολογικό ενδιαφέρον …   Dictionary of Greek

  • ζωτικά — ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc pl ζωτικά̱ , ζωτικός fit for giving fem nom/voc/acc dual ζωτικά̱ , ζωτικός fit for giving fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικώτερον — ζωτικός fit for giving adverbial comp ζωτικός fit for giving masc acc comp sg ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικῶν — ζωτικός fit for giving fem gen pl ζωτικός fit for giving masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικόν — ζωτικός fit for giving masc acc sg ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικώτατα — ζωτικός fit for giving adverbial superl ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικώτατον — ζωτικός fit for giving masc acc superl sg ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικαῖς — ζωτικός fit for giving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»