Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζωτικοῦ

См. также в других словарях:

  • ζωτικοῦ — ζωτικός fit for giving masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αναδάσωση — Αποκατάσταση της δασικής βλάστησης που έχει περιοριστεί ή καταστραφεί από διάφορες αιτίες, όπως είναι η υπερβολική και αλόγιστη αποψίλωση, οι πυρκαγιές, οι κατολισθήσεις εδαφών, οι επιδρομές παρασίτων κλπ. Η α. αποτελεί πρόβλημα ζωτικού… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • γεωπολιτική — Αντίληψη που στηρίζεται σε παρερμηνευμένα δεδομένα της φυσικής και της οικονομικής γεωγραφίας για να δικαιολογήσει την επιθετική πολιτική ορισμένων κρατών. Οι οπαδοί της υποστηρίζουν τον αποφασιστικό ρόλο των φυσικογεωγραφικών συνθηκών στη ζωή… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • γραφολογία — Τεχνική που αποτελείται από ένα σύνολο κανόνων και επιτρέπει σε άτομα, ιδιαιτέρως ικανά και πεπειραμένα, να περιγράφουν πλευρές της προσωπικότητας με βάση την ανάλυση της αυθόρμητης γραφής. Όπως το βάδισμα, η στάση του σώματος, η μιμική και όλες… …   Dictionary of Greek

  • Ερασίστρατος — (3oς αι. π.Χ.). Γιατρός της αλεξανδρινής περιόδου. Το έργο του είναι γνωστό μόνο από αναφορές άλλων μελετητών, μεταξύ των οποίων και ο Γαληνός. Μελέτησε προσεκτικά τον εγκέφαλο και του απέδωσε την ιδιότητα μετατροπής του ζωτικού πνεύματος σε… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Νίκαια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του μυθικού ηγεμόνα της Βιθυνίας, Σαγγάριου και της θεάς Κυβέλης. Σύμφωνα με την παράδοση, καθώς λουζόταν στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου, την είδε ο θεός Διόνυσος και την ερωτεύτηκε. Μετέτρεψε το νερό της πηγής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»