-
1 ζωτικαίς
-
2 ζωτικαῖς
См. также в других словарях:
ζωτικαῖς — ζωτικός fit for giving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ζωτικαίς
2 ζωτικαῖς
ζωτικαῖς — ζωτικός fit for giving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)